Η κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού μπορεί να οδηγήσει επιπλέον 100 εκατομμύρια ανθρώπους να περιπέσουν στην ακραία φτώχεια σε διεθνές επίπεδο, πολύ περισσότερους από ό,τι υπολογιζόταν ως αυτό το στάδιο, προειδοποίησε χθες ο Πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο Ντέιβιντ Μαλπάς, κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Ο χρηματοπιστωτικός θεσμός της Ουάσινγκτον υπολογίζει ότι 70 ως 100 εκατομμύρια άνθρωποι μπορεί να περιπέσουν σε κατάσταση ακραίας φτώχειας και “ο αριθμός αυτός μπορεί να αυξηθεί” εάν η πανδημία επιδεινωθεί ή διαρκέσει, διευκρίνισε. Προηγούμενη εκτίμηση της Παγκόσμιας Τράπεζας έκανε λόγο για 60 εκατομμύρια.
Αυτό καθιστά “επιτακτική” ανάγκη οι πιστωτές να προχωρήσουν σε απομείωση του χρέους φτωχών χωρών, έκρινε ο Μαλπάς, πηγαίνοντας έτσι πιο μακριά από τις εκκλήσεις να παραταθεί το μορατόριουμ που κηρύχθηκε όσον αφορά την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους των κρατών που βρίσκονται σε πιο δεινή θέση. Ο ίδιος προεξόφλησε ότι οι χώρες που θα χρειαστεί να αναδιαρθρώσουν το δημόσιο χρέος τους θα είναι περισσότερες.
Το 2015, τη χρονιά κατά την οποία είχε γίνει η πιο πρόσφατη εκτίμηση που είναι αναρτημένη στον ιστότοπο της Παγκόσμιας Τράπεζας, περίπου 734 εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν ήδη σε κατάσταση ακραίας φτώχειας, με άλλα λόγια περίπου το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού. Όμως η ακραία φτώχεια – το να ζει κανείς με λιγότερα από 1,90 δολάρια την ημέρα – δεν παύει να αυξάνεται αφότου άρχισε η πανδημία.
Η επιδείνωση οφείλεται στον συνδυασμό της καταστροφής θέσεων εργασίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας καθώς και στις δυσκολίες των αλυσίδων εφοδιασμού, που δυσχεραίνουν την πρόσβαση σε τρόφιμα. “Όλ` αυτά συμβάλλουν κόσμος να ολισθαίνει στην ακραία φτώχεια” όσο η κρίση διαρκεί, επισήμανε ο Μαλπάς.