Την ανάγκη άμεσης έναρξης σχεδιασμών για τη σταδιακή αντιμετώπιση του χρέους της Κυβέρνησης προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων εισηγείται, μεταξύ άλλων, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, σε σημείωμά του σε σχέση με την πορεία των δημόσιων οικονομικών.
Την ώρα που τα δημόσια οικονομικά καταγράφουν συνεχιζόμενα πλεονάσματα όσον αφορά στη γενική κυβέρνηση, το ΔΣΚ αναφέρει ότι τα δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι το χρονίζον πρόβλημα της εξάρτησης της κεντρικής κυβέρνησης από τα έσοδα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων προσεγγίζει πλέον το σημείο ωρίμανσης και απαιτείται αντιμετώπιση του.
«Η κεντρική κυβέρνηση συνεχίζει, από τον Φεβρουάριο μέχρι το τέλος του πρώτου εξάμηνου, να καταγράφει ελλείμματα τα οποία χρηματοδοτούνται από το ΤΚΑ, μέσα από το κακώς αποκαλούμενο “αποθεματικό”», αναφέρει. Το ΔΣΚ σημειώνει ότι, παρόλο που η εικόνα δεν αποκλίνει προς το χειρότερο σε σχέση με άλλα έτη, σημειώνεται ως ενδεικτικό της συνεχιζόμενης τάσης για αύξηση των λειτουργικών δαπανών, ενώ αναφέρει ότι εκ πρώτης όψεως καταγράφεται επιτάχυνση, με τον «δανεισμό» της κεντρικής κυβέρνησης από το ΤΚΑ στο α’ εξάμηνο να έχει ήδη προσεγγίσει το συνολικό ποσό του 2022.
Όπως υπογραμμίζει το ΔΣΚ, η διαχρονική χρηματοδότηση της κεντρικής κυβέρνησης μέσα από τον δανεισμό από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχει οδηγήσει ήδη σε συνολικό χρέος άνω των 10 δισ. ευρώ, το οποίο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τις εκτιμήσεις της βιωσιμότητας του ΤΚΑ. «Αποτελεί, επομένως, μια σταθερά αυξανόμενη ενδεχόμενη υποχρέωση στον προϋπολογισμό και ένα από τους πλέον σημαντικούς κινδύνους των δημοσίων οικονομικών», αναφέρει.
Διερωτάται, δε, σε ποιο ποσό δημιουργείται σημείο μη αντιστρέψιμης καμπής (tipping point), σημειώνοντας ότι την απάντηση μπορεί να δώσει η αναλογιστική έκθεση για τη βιωσιμότητα του ΤΚΑ, η οποία αναμένεται πως θα ολοκληρωθεί τον Σεπτέμβριο.
Σημειώνοντας ότι η καταβολή του εν λόγω ποσού θα είναι σταδιακή, επισημαίνει ότι θα αποτελέσει μια μόνιμη και αυξημένη δαπάνη η οποία θα ασκήσει αυξημένη δημοσιονομική πίεση και θα στερήσει από την κυβέρνηση τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο για την άσκηση διακριτικών πολιτικών.
«Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η δημιουργία ηθικού κινδύνου (διαρθρωτικών κινήτρων) στις εκάστοτε κυβερνήσεις και την πολιτική ηγεσία η οποία συλλογικά δεν αντιμετώπισε ποτέ το όλο ζήτημα ως σοβαρό», σημειώνει. Προσθέτει ότι, παρόλο που η πρακτική επιτρέπεται από τα λογιστικά πρότυπα, αποτελεί ανισορροπία και στρέβλωση, σημειώνει, τονίζοντας ότι «το πρόβλημα είναι πραγματικό και δεν θα μπορεί να παραμείνει «κάτω από το χαλί», ιδίως μετά τη διόγκωση του στα σημερινά επίπεδα».
Επιπρόσθετα, αναφέρει ότι το φαινόμενο λειτουργεί και ως αντικίνητρο για τη δημοσιονομική πειθαρχία και για την πραγματική μεταρρύθμιση της κρατικής μηχανής, της οποίας η παραγωγικότητα είναι ανεπαρκής. «Η μη αντιμετώπιση λόγω πολιτικού κόστους, από την συλλογική πολιτική ηγεσία, της ανεπάρκειας της κρατικής μηχανής ως προς την παραγωγικότητα της, αποτελεί σημαντικό πραγματικό πρόβλημα για την οικονομία», αναφέρει.
Επιπλέον, σημειώνει ότι, λόγω της χρηματοδότησης των ελλειμμάτων της κεντρικής κυβέρνησης από το ΤΚΑ, μετατοπίζονται εθνικοί πόροι από δυνητικές αναπτυξιακές δαπάνες και επενδύσεις, προς λειτουργικά έξοδα τα οποία διογκώνονται μονίμως χωρίς όφελος για την οικονομία και την κοινωνία.
«Η απουσία «σκληρού περιορισμού» στον προϋπολογισμό της κυβέρνησης, αποτελεί σοβαρή αδυναμία της Δημοκρατίας, και σοβαρή απόκλιση από τις βέλτιστες πρακτικές», υπογραμμίζει.
Όσον αφορά στην ανάπτυξη του ΑΕΠ, το ΔΣΚ σημειώνει πως η μείωση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας εντείνει τις ανησυχίες για ομαλοποίηση των κρατικών εσόδων .
Σημειώνεται, επίσης, πως οι εκτιμήσεις του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής 2024-2026 και του Προγράμματος Σταθερότητας βασίζονται στην υπόθεση πως η ανάπτυξη θα κινηθεί στο 2,8% και ο πληθωρισμός στο 3,2%, δύο εκτιμήσεις που ενδέχεται να ανατραπούν, μειώνοντας τα έσοδα και ασκώντας πιέσεις για αύξηση των δαπανών.
Βάζοντας θετικό πρόσημο στο ότι η αύξηση των δαπανών οφείλεται και στην αύξηση των κονδυλίων για συγχρηματοδοτούμενα έργα, επισημαίνει, ωστόσο, την καθυστέρηση στην υλοποίηση υποχρεώσεων για την β’ και γ’ δόση του ΣΑΑ, καθώς και την αύξηση λειτουργικών δαπανών, η οποία έχει σωρευτικό χαρακτήρα για τα επόμενα χρόνια.
«Η δυνητική βελτίωση των δημοσιονομικών δεικτών για τον Ιούλιο δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ένδειξη πως η τάση έχει ανατραπεί, καθώς υφίστανται σημαντικές επερχόμενες δαπάνες οι οποίες ακόμα δεν καταγράφονται λόγω της αποτυχίας στην προσπάθεια υιοθέτησης πιο σύγχρονου λογισμικού προτύπου», σημειώνει, προσθέτοντας ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι μέχρι το πρώτο εξάμηνο δαπάνες έχουν ξεπεράσει τα αναμενόμενα επίπεδα βάσει των διαχρονικών τάσεων.
Επιπλέον, εκτιμά ότι, παρόλο που τα κρατικά έσοδα θα υπερκαλύψουν τον στόχο της αύξησης κατά 7,4%, το ίδιο θα γίνει και με τις κρατικές δαπάνες, που αναμένεται να ξεπεράσουν σημαντικά τον στόχο που θέτει την αύξησή τους στο 7,9%. Τα πρώτα μεν δέχονται μειωτικές πιέσεις, ενώ τα δεύτερα αυξητικές.
Συγκεκριμένα, στο α’ εξάμηνο, τα μεν έσοδα κινούνται αυξητικά κατά 14,9% και οι δαπάνες κατά 9,8%, δίνοντας την εντύπωση πως διατηρείται περιθώριο πλεονάσματος, όπως αναφέρει. Ωστόσο, η τάση που διαμορφώνεται είναι πιο προβληματική, με τα έσοδα να αυξάνονται κατά 12,1% και τις δαπάνες κατά 11,6%, ενώ στα στοιχεία δεν περιλαμβάνονται υψηλές δαπάνες για τις οποίες υφίσταται δέσμευση ή πολιτική απόφαση, όπως σημειώνει.
«Επομένως, θεωρούμε πολύ πιθανή την ταχύτερη αύξηση των δαπανών και παράλληλα την επιβράδυνση της αύξησης των εσόδων τους επόμενους μήνες, αν υλοποιηθούν οι υφιστάμενες πολιτικές δεσμεύσεις», αναφέρει.
Επιπλέον, σημειώνει ότι οι κρατικές δαπάνες συνεχίζουν να αυξάνονται και επαναλαμβάνοντας την ανησυχία για την απουσία από τους σχεδιασμούς και τις εκτιμήσεις, των δαπανών για τις οποίες υφίσταται απόφαση, δέσμευση ή και σχεδιασμός, αλλά οι οποίες δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί. Έτσι, θα πρέπει να αναμένεται, πέρα από την αύξηση των ανελαστικών δαπανών η οποία ήδη αποτυπώνεται, επιπλέον αύξηση των συνολικών δαπανών της Δημοκρατίας.
Εκ πρώτης όψεως, αναφέρει, η αύξηση των δαπανών σε σχέση με τον υφιστάμενο Προϋπολογισμό ενδέχεται να ανέλθει μέχρι και στα 279,9 εκατ. ευρώ, με μοναδική πιθανή μείωση του ποσού να προκύπτει από τη μετάθεση ορισμένων δαπανών στο 2024 ή την μη τήρηση πολιτικών δεσμεύσεων.
Εξάλλου, το ΔΣΚ σημειώνει ότι εξαιρετικά αμφίβολη είναι η επίτευξη του στόχου που έχει τεθεί στον Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής 2024-2026, με τον οποίο το Δημόσιο Χρέος θα μειωθεί στο 81,1%, με πρωτογενές πλεόνασμα 931 εκατ. ευρώ και πλεόνασμα 567 εκατ. ευρώ.
Για να επιτευχθούν οι στόχοι του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής, θα πρέπει να εξασφαλιστούν πλεονάσματα ύψους 360 εκατ. ευρώ περίπου μέσα στο επόμενο εξάμηνο, περιλαμβανομένου και του «δανεισμού» από το ΤΚΑ, όπως αναφέρει, ενώ, όσον αφορά στο πρωτογενές πλεόνασμα, αυτό υπολείπεται των στόχων κατά 532,7 εκατ. ευρώ (με βάση το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής και το Πρόγραμμα Σταθερότητας).
«Ακόμα πιο σημαντική, όμως, είναι η πιθανή αποτυχία επίτευξης του στόχου για μείωση του χρέους στο 60,1% μέχρι το 2026 εν όψει και των νεών δημοσιονομικών κανόνων που βρίσκονται υπό συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο», σύμφωνα με το ΔΣΚ. Γι’ αυτό και η επίτευξη των στόχων του 2023 μέσα από τη μεταφορά των δαπανών στο επόμενο ή επόμενα έτη, δεν αποτελεί επιλογή ικανή να λύσει το ζήτημα που εγείρεται, λέει.
Συνολικά, το ΔΣΚ αναφέρει ότι η πορεία της οικονομίας παρουσιάζει σημαντικές πιέσεις οι οποίες δεν αποτελούν έκπληξη λόγω της νομισματικής πολιτικής η οποία μεταφράζεται σε συγκράτηση της πιστωτικής επέκτασης και μείωση της συνολικής ζήτησης. Επιπλέον, προσθέτει ότι οι προοπτικές δέχονται πιέσεις λόγω της αναμενόμενης μερικής ανάκαμψης τιμών σε σημαντικά είδη και πόρους παραγωγής (πχ καύσιμα) και της μικρής ανάκαμψης του πληθωρισμού. Το ΔΣΚ θα προβεί σε αναθεώρηση της εκτίμησης του ρυθμού ανάπτυξης τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, χωρίς να αναμένει σημαντική απόκλιση από την υφιστάμενη, στο 2,4%.
Με βάση τα παραπάνω, το ΔΣΚ εισηγείται την άμεση παρακολούθηση και μέτρα περιορισμού των ανελαστικών δαπανών, καθώς και την άμεση έναρξη σχεδιασμού για τη βελτίωση της παραγωγικότητας στο Δημόσιο, η οποία θα πρέπει να προηγηθεί των μαζικών προσλήψεων οι οποίες σχεδιάζονται, ασχέτως πολιτικού κόστους, υπογραμμίζοντας ότι γι’ αυτό θα πρέπει να συμπλεύσουν όλες οι πολιτικές αρχές, περιλαμβανομένης και της νομοθετικής εξουσίας.
Επιπλέον, εισηγείται την άμεση ένταξη στους σχεδιασμούς και εκτιμήσεις της Κυβέρνησης, των δαπανών οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί αλλά για τις οποίες έχουν δημιουργηθεί σχεδιασμοί ή πολιτικές δεσμεύσεις και καλεί το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας να τηρήσει σκληρή στάση υπέρ της στόχευσης των όποιων μέτρων, περιλαμβανομένων και των αποζημιώσεων βάσει φορολογικής δήλωσης.
Επιπλέον, εισηγείται την άμεση έναρξη σχεδιασμών για τη σταδιακή αντιμετώπιση του χρέους προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Οι σχεδιασμοί θα πρέπει να περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων και σημαντικά στοιχεία της προγραμματισμένης φορολογικής μεταρρύθμισης καθώς και τη δημιουργία σκληρού περιορισμού για την κεντρική κυβέρνηση, βάσει των βέλτιστων πρακτικών.
Τέλος, σημειώνει πως η επιτάχυνση της υλοποίησης των όρων του ΣΑΑ μπορεί να αποτελέσει ένα από τα κλειδιά εν όψει της αναμενόμενης επιβράδυνσης της οικονομίας και εισηγείται την αύξηση των πιέσεων προς Υπουργεία και αρμόδιους φορείς, καθώς και προς τη Βουλή, για την άμεση ολοκλήρωση, τουλάχιστον των προϋποθέσεων για τη β’ δόση.