Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί πάσης ευθύνης για τα κακώς έχοντα στον ΣΠΤ της Κύπρου από τον 2014 και εντεύθεν σύμφωνα με το πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής για τον Συνεργατισμό.
Όπως αναφέρεται στο πόρισμα η ΕΚΤ ήταν καλός γνώστης των προβλημάτων αφού τα επισήμανε, προειδοποιούσε, πίεζε, αλλά δεν έδρασε έγκαιρα και αποτελεσματικά.
Οι ευθύνες της εντοπίζονται σε δύο τομείς. Αποδέχονταν με σχετική ευκολία τις εισηγήσεις του Υπουργού Οικονομικών για τον διορισμό μελών της Επιτροπείας της ΣΚΤ. Σ’ ελάχιστες περιπτώσεις δεν αποδέχθηκε την εισήγηση. Αποδέχθηκε τελικά τον διορισμό του κ. Χατζηγιάννη ως Γενικού Διευθυντή παρά τους αρχικούς όπως φαίνεται δισταγμούς της.
Είναι δε χαρακτηριστικό αυτό το οποίο γράφεται στο έγγραφο αποδοχής του διορισμού του ότι απλά δεν είχε ένσταση στο διορισμό του, όχι ότι συμφωνεί με το διορισμό του. Άρα είχε μέχρι το τέλος ενδοιασμούς για την ορθότητα επιλογής του. Ο δεύτερος τομέας στον οποίο ευθύνεται η ΕΚΤ είναι αυτός της κατασταλτικής εποπτείας. Προειδοποιούσε συνεχώς για την κακή επίδοση στην μείωση των ΜΕΧ την οποία απέδιδε στην κακή εταιρική διακυβέρνηση αλλά δεν προχωρούσε στην απαίτηση λήψης συγκεκριμένων από τη ΣΚΤ ή τον Υπουργό Οικονομικών μέτρων ή επιβολής μέτρων κατ’ ευθείαν από την ίδια. Θα μπορούσε κάλλιστα ν’ απαιτήσει την αντικατάσταση προσώπων ώστε να επιτευχθεί καλύτερη εταιρική διακυβέρνηση. Η ΕΚΤ φέρει μερίδιο ευθύνης γιατί θα μπορούσε με δικές της ενέργειες η πορεία πραγμάτων να είχε αλλάξει αλλά με κανένα τρόπο δεν λέμε ότι ευθύνεται για την κατάρρευση του ΣΠΤ στην Κύπρο. Αποκλειστική ευθύνη φέρουν άλλοι φορείς εντός της Κύπρου.
Κεντρική Τράπεζα Κύπρου
Στο επίκεντρο του πορίσματος βρέθηκε και η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.
Όπως αναφέρεται στο πόρισμα περιγράφοντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργούσε ο ΣΠΤ της Κύπρου ιδιαίτερα πριν το 2013 είναι απαραίτητο να εξετάσουμε το βαθμό στον οποίο η περί Τράπεζας της Κύπρου Νομοθεσία έδιδε στην ΚΤΚ αρμοδιότητα να ρυθμίζει και τη λειτουργία του ΣΠΤ.
Έχοντας ήδη παραθέσει τις εισηγήσεις της Έκθεσης της Ερευνητικής Επιτροπής του 1980 μπορεί ίσως κάποιος να σχηματίσει την εντύπωση ότι η ΚΤΚ δεν είχε μέχρι τότε οποιαδήποτε αρμοδιότητα επί του ΣΠΤ.
Επαναλαμβάνουμε εδώ την εισήγηση: “Αναφορικά με τη ΣΚΤ, εισηγούμαστε να γίνει νομοθετική πρόνοια, ώστε παράλληλα με τον έλεγχο που θα ασκείται επ’ αυτής από τον Έφορο να ασκείται και ο κατάλληλος έλεγχος επί της Τραπέζης αυτής και από μέρους της ΚΤΚ για να μπορεί η τελευταία να ασκεί αποτελεσματικά τις εξουσίες της δυνάμει του περί ΚΤΚ Νόμου (Νόμος 48 του 1963).”
Η Έκθεση προχωρεί σε συγκεκριμένες εισηγήσεις για την τροποποίηση του Νόμου ώστε να επιτυγχάνεται ο αποτελεσματικός έλεγχος της ΣΚΤ από τη ΚΤΚ.
Δεν είναι σαφές αν η αντίληψη της Ερευνητικής Επιτροπής ήταν ότι ο περί ΚΤΚ Νόμος όπως είχε τότε δεν παρείχε εξουσία σ’ αυτήν να ελέγχει καθόλου την ΣΚΤ, ή αν η παρεχόμενη εξουσία έπρεπε να ενισχυθεί, αναφέρει το πόρισμα.
Η Ερευνητική Επιτροπή μέσα από το πόρισμα θεωρεί παράδοξο το γεγονός ότι μετά το 1981 δεν υπήρξε οποιαδήποτε τροποποίηση του περί ΚΤΚ Νόμου προς υλοποίηση της πιο πάνω εισήγησης ενώ πολλές άλλες εισηγήσεις της Ερευνητικής Επιτροπής έτυχαν υλοποίησης όπως ήταν για παράδειγμα η τροποποίηση το 1985 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου.
Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή είναι ότι τόσον η ΚΤΚ όσο και το Υπουργείο Οικονομικών θεωρούσαν ότι με βάση τον περί ΚΤΚ νόμο η τελευταία είχε αρμοδιότητα ελέγχου της ΣΚΤ αλλά ο έλεγχος αυτός δεν ασκείτο αποτελεσματικά η καθόλου λόγω αντιδράσεων προερχομένων από τον ΣΠΤ η και από άλλους παράγοντες.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε η Επιτροπή στη βάση αλληλογραφίας η οποία παραδόθηκε από την ΚΤΚ.
Ο περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμος του 1963 καταργήθηκε με την ψήφιση του Νόμου 138(Ι) του 2002 χωρίς όμως να επηρεασθεί ο εποπτικός έλεγχος τον οποίον η ΚΤΚ είχε πάνω στην ΣΚΤ και το ίδιο μπορεί να λεχθεί για τον τροποποιητικό Νόμο 166(Ι) του 2003.
Η ΚΤΚ είχε επίσης κάποιο εποπτικό ρόλο να διαδραματίσει σαν αποτέλεσμα των προνοιών του άρθρου 35 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου του 1997 όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 119(Ι) του 2003 το οποίο έχει ως εξής:
“35. (1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται σε εταιρείες που συστάθηκαν δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου: Νοείται ότι, στην Κεντρική Τράπεζα θα παρέχονται από την Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών (που στο εξής θα αναφέρεται ως η Υπηρεσία) όλα τα αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν τα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν δυνάμει των εκάστοτε σε ισχύ περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων, για σκοπούς νομισματοπιστωτικής πολιτικής, παρακολούθησης του ισοζυγίου πληρωμών και πληροφόρησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή διεθνούς οργανισμού, στον οποίο συμμετέχει η Δημοκρατία: Νοείται περαιτέρω ότι, αναφορικά με τα πιο πάνω υποβληθέντα στοιχεία, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να διεξάγει, από κοινού με την Υπηρεσία, επί τόπου επαλήθευση στα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα.
(2) Συνεργατικές εταιρείες που ιδρύθηκαν με κύριο σκοπό τη διεξαγωγή τραπεζικών εργασιών προς όφελος των μελών τους τα οποία είναι τα ίδια συνεργατικές εταιρείες υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου με εξαίρεση το άρθρο 14 και ο όρος “τράπεζα” στον παρόντα Νόμο θεωρείται ότι περιλαμβάνει τέτοιες εταιρείες: 48 Νοείται ότι, στην περίπτωση των συνδεδεμένων με τον Κεντρικό Φορέα συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τα οριζόμενα στους εκάστοτε σε ισχύ περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμους, αυτά υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, εξαιρουμένου του άρθρου 14, στην έκταση που αυτό απαιτείται για σκοπούς διεξαγωγής της ενοποιημένης εποπτείας της ΣΚΤ και των συνδεδεμένων με αυτή συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Για το σκοπό αυτό, παρέχονται στην Κεντρική Τράπεζα από την Υπηρεσία όλα τα αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν τα συνδεδεμένα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα, ενώ η Κεντρική Τράπεζα δύναται όποτε το θεωρήσει αναγκαίο να διενεργεί, από κοινού με την Υπηρεσία, δειγματοληπτικούς ελέγχους στα εν λόγω Ιδρύματα.”
Η κατάσταση παρέμεινε όπως πιο πάνω περιγράφηκε μέχρι την ψήφιση του τροποποιητικού Νόμου περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων 102(Ι) του 2013 ο οποίος σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του τροποποιητικού περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 107(Ι) του 2013 μετέφερε στην ΚΤΚ όχι μόνο την εποπτεία πάνω στα ΣΠΙ αλλά και την αρμοδιότητα αδειοδότησης τους και άλλα ρυθμιστικά θέματα.
Σ’ αυτό το σημείο θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε ένα εκτεταμένο απόσπασμα από δήλωση της Διοικητού της ΚΤΚ, την οποία έκαμε κατά την ενώπιον μας κατάθεση της. Περιγράφει το δικό της ρόλο και κατ’ επέκταση και αυτόν της ΚΤΚ και ειδικότερα τις αρμοδιότητες τις σχετικές με τον ΣΠΤ της Κύπρου.
“…Ο ρόλος του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας προβλέπεται στο πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και το Νόμο της Κεντρικής Τράπεζας. Επισημαίνω δύο πτυχές του ρόλου του Διοικητή τις οποίες θεωρώ ως πλέον σχετικές με τα θέματα που ερευνάτε:
- Πρώτον, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας μετέχει, ως εκ της θέσεως του, ως ανεξάρτητη προσωπικότητα, στο Γενικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είναι, όπως γνωρίζετε, το ανώτατο όργανο αυτής. Ειδικά σε ό,τι αφορά τις εποπτικές αρμοδιότητες της ΕΚΤ, ο ρόλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εξειδικεύεται στον Κανονισμό (ΕΕ) αρ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15/10/2013 με τον οποίο θεσπίστηκε ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός. Με βάση όσα προβλέπονται στο άρθρο 26 του εν λόγω Κανονισμού, το οποίο ρυθμίζει τη λειτουργία του Εποπτικού Συμβουλίου, το Εποπτικό Συμβούλιο προτείνει στο Διοικητικό Συμβούλιο ολοκληρωμένα σχέδια αποφάσεων και το Διοικητικό Συμβούλιο καλείται να αποφασίσει με διαδικασία μη ένστασης.
- Δεύτερον: Ο Διοικητής είναι το ανώτατο 49 εκτελεστικό όργανο της Κεντρικής Τράπεζας και προεδρεύει του Διοικητικού Συμβουλίου της Κεντρικής Τράπεζας. Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτή η δεύτερη πτυχή είναι σχετική με όσες αρμοδιότητες παραμένουν στην Κεντρική Τράπεζα: Σε ό,τι αφορά την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων έχει ήδη αναφερθεί ότι από το Νοέμβριο του 2014 έχει αναλάβει καθήκοντα απευθείας η ΕΚΤ. Η αδειοδότηση, ως επίσης και η ανάκληση της άδειας των πιστωτικών ιδρυμάτων στην ευρωζώνη είναι πλέον αρμοδιότητα της ΕΚΤ, όπως επίσης αρμοδιότητα της είναι η εποπτεία των σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου συμμετέχει σε αυτή τη λειτουργία της ΕΚΤ διαθέτοντας ανθρώπινο δυναμικό, ως εθνική αρμόδια αρχή δεν θεωρείται όμως ότι μετέχει στις εποπτικές διαδικασίες της ΕΚΤ. Υπάρχει ένας άλλος τομέας, εκτός δηλαδή αυτού που αποκαλούμε μικροπροληπτική εποπτεία, στον οποίο η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου διατηρεί αρμοδιότητες. Πρόκειται για τη συμβολή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η Κεντρική Τράπεζα έχει δηλαδή ένα ρόλο μακροπροληπτικό να παρακολουθεί τον χρηματοπιστωτικό τομέα ως σύνολο και, όπως είπα να συμβάλλει στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Χρησιμοποιώ τη λέξη “συμβολή” ακριβώς διότι δεν πρόκειται για αρμοδιότητα αποκλειστικά της Κεντρικής Τράπεζας. Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι μέριμνα ολόκληρου του κράτους, η ίδια η Κυβέρνηση έχει σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει και το Υπουργείο Οικονομικών με τις υπηρεσίες του διαδραματίζει όντως τέτοιο ρόλο, για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας…”