Την πρώτη “νίκη” υπέρ κατόχου αξιογράφων έδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας. Η καταδικαστική απόφαση, αφορά επενδυτικό πρόγραμμα της Τράπεζας Κύπρου το οποίο δόθηκε με την πρόφαση ότι πρόκειται για γραμμάτιο, ωστόσο η τράπεζα προωθούσε αξιόγραφα.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το αξιόγραφο δόθηκε σε αφυπηρετήσαντα των διυλιστηρίων και σε μία νοικοκυρά, οι οποίοι δεν πληρούσαν τα κριτήρια, και η τράπεζα τους προώθησε αξιόγραφα χωρίς να τους ενημερώσει ή να τους πληροφορήσει πλήρως για το προϊόν. Η οικογένεια είχε τις καταθέσεις της στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα για πάνω από 30 χρόνια,
Το δικαστήριο καταδίκασε την τράπεζα διότι δεν δόθηκαν σαφής πληροφορίες για το προϊόν και δόθηκε παραπλανητική εικόνα για αυτό που αγόραζαν, πως πρόκειται δηλαδή για προϊόν πολύ υψηλού κινδύνου. Αντ’ αυτού, το επενδυτικό σχέδιο που έδωσε η τράπεζα έκανε λόγο για σχέδιο 5 χρόνων και οι πελάτες θα είχαν εισόδημα από τους τόκους ύψους 5,5% κάθε έξι μήνες.
Μάλιστα στη μαρτυρία αναφέρεται ότι στο κατάστημα της τράπεζας τους είχε ειπωθεί πως τα χρήματα τους θα ήταν δεσμευμένα για τα 5 χρόνια και «θα ήταν εκεί φυλαγμένα σε γραμμάτιο» και θα ήταν ασφαλισμένα «κουγκρί».
Όταν όμως σταμάτησε αδικαιολόγητα η καταβολή των τόκων και έτσι άρχισαν να αναζητούν τα αίτια. Εκεί ανακάλυψαν ότι πρόκειται για αξιόγραφο και όχι για γραμμάτιο όπως τους είχε ειπωθεί.
Όπως αναφέρει το Δικαστήριο, πρόκειται για παραβίαση του νόμου 144.1 (2007) ο οποίος βασίζεται σε ευρωπαϊκή οδηγία και «προϋποθέτει ότι οι τράπεζες όταν παρέχουν πολύπλοκο χρηματοοικονομικό προϊόν και ανά πάσα στιγμή μπορεί να χάσει την αξία του, ο καταθέτης τα λεφτά του ή τον τόκο, οφείλει να κάνει μια διαδικασία στην οποία διασφαλίζει ότι το προϊόν είναι κατάλληλο για τον πελάτη και μπορεί να ανταπεξέλθει».
Επιπρόσθετα, όταν το 2009 και 2012 η τράπεζα προχώρησε σε έκδοση των αξιογράφων για αύξηση της κεφαλαιακής επάρκειας, προέκυψε και σύγκρουση συμφερόντων, καθώς η τράπεζα ήταν και ο εκδότης.