Τα τεράστια απολιθωμένα οστά που αναδύθηκαν από λατομεία σχιστόλιθου στο Όξφορντσιρ της Αγγλίας στα τέλη του 17ου αιώνα προκάλεσαν αμέσως αμηχανία. Σε έναν κόσμο όπου η εξέλιξη και η εξαφάνιση των ειδών ήταν άγνωστες έννοιες, οι ειδικοί της εποχής έψαχναν για μια εξήγηση. Ίσως, σκέφτηκαν, να ανήκαν σε έναν ρωμαϊκό πολεμικό ελέφαντα ή σε έναν γιγάντιο άνθρωπο.
Μόνο το 1824 ο Ουίλιαμ Μπάκλαντ, ο πρώτος καθηγητής γεωλογίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, περιέγραψε και ονόμασε τον πρώτο γνωστό δεινόσαυρο, βασιζόμενος σε μια κάτω γνάθο, σπονδύλους και οστά άκρων που βρέθηκαν σε εκείνα τα τοπικά λατομεία. Το μεγαλύτερο οστό του μηρού είχε μήκος 83,82 εκατοστά και περίμετρο 25 εκατοστά.
Ο Μπάκλαντ ονόμασε το πλάσμα στο οποίο ανήκαν τα οστά Μεγαλόσαυρο, σε μια επιστημονική εργασία που παρουσίασε στη νεοσύστατη Γεωλογική Εταιρεία του Λονδίνου στις 20 Φεβρουαρίου 1824. Από το σχήμα των δοντιών του, πίστευε ότι επρόκειτο για ένα σαρκοφάγο ζώο μήκους άνω των 12 μέτρων με τον όγκο ενός ελέφαντα, και ήταν πιθανότατα αμφίβιο.
Η λέξη δεινόσαυρος δεν εμφανίστηκε παρά μόνο 20 χρόνια αργότερα, επινοημένη από τον ανατόμο Ρίτσαρντ Όουεν, ιδρυτή του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στο Λονδίνο, με βάση τα κοινά χαρακτηριστικά που εντόπισε στις μελέτες του για τον Μεγαλοσαύρο και δύο άλλους δεινόσαυρους, τον Ιγκουανόδοντα και τον Υλαιόσαυρο, οι οποίοι περιγράφηκαν για πρώτη φορά το 1825 και το 1833, αντίστοιχα.
Η εργασία πάνω στον Μεγαλόσαυρο εδραίωσε την επαγγελματική φήμη του Μπάκλαντ στον νέο τομέα της γεωλογίας, αλλά η σημασία της ως η πρώτη επιστημονική περιγραφή ενός δεινοσαύρου έγινε εμφανής μόνο εκ των υστέρων.
Εικονογράφηση που απεικονίζει τον Ουίλιαμ Μπάκλαντ να διδάσκει σε αίθουσα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης τον Φεβρουάριο του 1823The Metropolitan Museum of Art
Εκείνη την εποχή, ο Μεγαλοσαύρος επισκιάστηκε στη δημόσια φαντασία από την ανακάλυψη πλήρων απολιθωμάτων γιγάντιων θαλάσσιων ερπετών, όπως ο ιχθυόσαυρος και ο πλειόσαυρος, που συνέλεξε η παλαιοντολόγος Μαίρη Άνινγκ στην ακτή του Ντόρσετ της Αγγλίας. Δεν έχει βρεθεί πλήρης σκελετός του Μεγαλοσαύρου.
Όμως ο Μεγαλοσαύρος άφησε το σημάδι του στην κουλτούρα της εποχής. Ο Κάρολος Ντίκενς, ο οποίος ήταν φίλος του Όουεν, φαντάστηκε να συναντά έναν Μεγαλόσαυρο στους λασπωμένους δρόμους του Λονδίνου στην αρχή του μυθιστορήματός του «Ζοφερός Οίκος» του 1852.
Ήταν επίσης ένα από τα τρία ομοιώματα δεινοσαύρων που εκτέθηκαν στο Πάρκο Κρίσταλ Πάλας του Λονδίνου το 1854, το οποίο φιλοξένησε το πρώτο πάρκο δεινοσαύρων στον κόσμο. Βρίσκεται εκεί ακόμη και σήμερα. Ενώ το σχήμα του κεφαλιού του είναι σε μεγάλο βαθμό σωστό, σήμερα γνωρίζουμε ότι είχε μήκος περίπου 6 μέτρα και περπατούσε σε δύο πόδια και όχι σε τέσσερα.
Τι έχουμε μάθει από τότε
Για τους παλαιοντολόγους, η επέτειος των 200 ετών από την πρώτη επιστημονική ονομασία ενός δεινοσαύρου είναι μια ευκαιρία να κάνουν έναν απολογισμό και να ανατρέξουν σε όσα έχει μάθει ο κλάδος τους τελευταίους δύο αιώνες.
Γνωστοί κυρίως για την εξαφάνισή τους, οι δεινόσαυροι θεωρούνταν κάποτε αποτυχημένο είδος από εξελικτικής άποψης. Στην πραγματικότητα, οι δεινόσαυροι επιβίωσαν και ευδοκίμησαν για 165 εκατομμύρια χρόνια – πολλά περισσότερο από τα περίπου 300.000 χρόνια που ο σύγχρονος άνθρωπος έχει μέχρι στιγμής περιπλανηθεί στον πλανήτη.
Το ομοίωμα του Μεγαλόσαυρου που βρίσκεται από το 1854 στο Πάρκο Κρίσταλ Πάλας του Λονδίνου. Εκείνη την εποχή πίστευαν ότι ο δεινόσαυρος περπατούσε στα τέσσερα και όχι στα δύο πόδιαFriends of Crystal Palace Dinosaurs
Σήμερα, έχουν κατονομαστεί περίπου 1.000 είδη δεινοσαύρων. Και κάθε χρόνο ανακαλύπτονται περίπου 50 νέα είδη.
«Η επιστήμη βρίσκεται ακόμη στη φάση της ανακάλυψης. Μπορεί να έχουν περάσει 200 χρόνια, αλλά έχουμε βρει μόνο ένα μικρό κλάσμα των δεινοσαύρων που έζησαν κάποτε», σημειώνει ο Στιβ Μπρουσάτι, παλαιοντολόγος στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.
«Τα σημερινά πουλιά είναι απόγονοι των δεινοσαύρων. Υπάρχουν πάνω από 10.000 είδη πουλιών που ζουν αυτή τη στιγμή. Και φυσικά, οι δεινόσαυροι έζησαν για πάνω από 150 εκατομμύρια χρόνια. Οπότε κάντε τους υπολογισμούς. Υπήρχαν πιθανότατα χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια, διαφορετικά είδη δεινοσαύρων».
Τη δεκαετία του 1990, απολιθώματα που ανακαλύφθηκαν στην Κίνα αποκάλυψαν ότι οι δεινόσαυροι είχαν φτερά, επιβεβαιώνοντας μια μακροχρόνια θεωρία ότι είναι οι άμεσοι πρόγονοι των πτηνών που φτερουγίζουν στις αυλές μας.
Δεν είναι μόνο οι εκπληκτικές ανακαλύψεις απολιθωμάτων που καθιστούν το παρόν μια χρυσή εποχή της παλαιοντολογίας. Η νέα τεχνολογία, όπως η αξονική τομογραφία και οι υπολογιστικές μέθοδοι, επιτρέπουν στους παλαιοντολόγους να ανακατασκευάζουν και να κατανοούν τους δεινόσαυρους με πολύ μεγαλύτερη λεπτομέρεια.
Για παράδειγμα, σε ορισμένα απολιθώματα φτερών διατηρούνται μικροσκοπικές δομές που ονομάζονται μελανοσώματα και που κάποτε περιείχαν χρωστική ουσία. Συγκρίνοντας τα μελανοσώματα με εκείνα των ζωντανών πτηνών, οι επιστήμονες μπορούν να διακρίνουν τα πιθανά αρχικά χρώματα των φτερών.
Υπάρχουν ακόμη πολλά να μάθουμε. Δεν είναι απολύτως σαφές πώς και γιατί οι δεινόσαυροι έγιναν αρκετά μεγάλοι, ούτε είναι πραγματικά γνωστό τι θορύβους μπορεί να έκαναν τα πλάσματα.
«Νομίζω ότι μας είναι σχεδόν αδύνατο να σκεφτούμε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι δεν γνώριζαν τους δεινόσαυρους», δηλώνει ο Μπρουσάτι. «Ωστόσο, θα υπάρξουν ανακαλύψεις στο μέλλον και οι άνθρωποι θα λένε ότι το 2024 δεν το ξέραμε αυτό. Αυτή η επέτειος θα πρέπει να μας δώσει μια μικρή προοπτική».
Πηγή: cnn.gr