Τον συναντήσαμε σε ένα παραδοσιακό καφενείο, σε μια στοά της Παλιάς Πόλης της Λευκωσίας, ανάμεσα σε φίλους και συνεργάτες. Καθίσαμε στις θέσεις των θεατών της Μικρής Σκηνής, ενός εικαστικού χώρου που βρίσκεται στην περιοχή και συζητήσαμε για την πορεία, τις σκέψεις και τα πλάνα του. Μας συστήθηκε με φιλική διάθεση και χαμόγελο στα χείλη.
Ο λόγος για τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Κώστα Σιλβέστρο, ο οποίος στα 27 του μόλις χρόνια μετρά δεκάδες παραστάσεις ως ηθοποιός και φτάνει τις τρεις σκηνοθετικές δουλειές, με την πρώτη του να παίρνει πρώτο βραβείο σκηνοθεσίας στα Βραβεία Θεάτρου Κύπρου 2017.
Πως προέκυψε η σκηνοθεσία;
Πραγματικά, ακόμα προσπαθώ να καταλάβω πως προέκυψε. Πάντα υπήρχε στο μυαλό μου ότι κάποια στιγμή θέλω να σκηνοθετήσω, δεν περίμενα όμως ότι θα γινόταν τόσο νωρίς. Είχα δει την ανακοίνωση του Διεθνούς Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος, έκανα αίτηση σκεπτόμενος «Ας κάνω την αίτηση και ό,τι γίνει». Δεν περίμενα ότι θα με επιλέξουν, λόγω του ότι δεν είχα σκηνοθετική εμπειρία. Όντως! Δεν με επέλεξαν, δεν ήμουν στις πρώτες επιλογές.
Ενάμιση μήνα πριν το Φεστιβάλ, αποχώρησε μια παραγωγή και με κάλεσαν αφού ήμουν ο πρώτος επιλαχών. Είχα τρεις ημέρες να αποφασίσω. Δεν ήξερα αν έπρεπε να πάρω το ρίσκο και η πρώτη μου σκηνοθετική δουλειά να είναι κάτω από αυτές τις (χρονικές) συνθήκες. Από την άλλη μεριά, ήταν μια τεράστια ευκαιρία να ξεκινήσω την σκηνοθετική μου πορεία από το Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος, που είναι ένας τεράστιος θεσμός για την Κύπρο. Έκατσα εσσώκλειστος για τρεις ημέρες στο σπίτι και αποφάσισα να το κάνω. Ενάμιση μήνα μετά φτάσαμε στην πρεμιέρα του «Πλούτου» στη Σχολή Τυφλών, με κατάμεστο θέατρο, τους θεατές στο τέλος να είναι ενθουσιασμένοι και να χειροκροτούν όρθιοι, ενώ εγώ ζούσα ένα όνειρο.
Τελικά το «ρίσκο» οδήγησε σε βράβευση.
Ένα άλλο μεγάλο σοκ ήταν το βραβείο για εμένα. Εκεί είχα καταλάβει ότι η παράσταση πήγε καλά, ότι είχε τεράστια απήχηση και ότι κάτι είχε συμβεί το προηγούμενο καλοκαίρι, ότι δηλαδή η παράσταση είχε απήχηση σε ένα τεράστιο φάσμα κοινού, από τον πιο απλό θεατή μέχρι την επιτροπή των Βραβείων ΘΟΚ. Αν μου έλεγες πέρσι ότι θα ήμουν συνυποψήφιος με σκηνοθέτες όπως ο Γιάννης Καλαβριανός, που μάλιστα με σκηνοθέτησε στην παραγωγή του ΘΟΚ, «Η Τάξη μας», θα γελούσα, δεν θα το πίστευα.
Το βραβείο, σου δημιουργεί άγχος ή φοβία για το τι μπορεί να περιμένει να δει ο θεατής;
Το βραβείο σίγουρα είναι πολύ τιμητικό, ανάμεσα σε 85 περίπου παραστάσεις που είδε η επιτροπή, επέλεξε τη δικιά μου. Αυτό σίγουρα δημιουργεί ένα άγχος για το τι πρέπει να περιμένει κάποιος να δει στη δουλειά μου. Αυτό το άγχος όμως το ένιωθα με το που είδα τι απήχηση είχε ο «Πλούτος», ένιωθα ότι ο πήχης είχε ανέβει, οπότε πρέπει να τον ξεπεράσω. Τώρα πια έχω συνειδητοποιήσει ότι «Πλούτοι» δεν μπορούν να γίνουν κάθε μέρα. Έτυχε να ξεκινήσω με επιτυχία και προσπαθώ να μην εγκλωβιστώ και να νιώθω ότι πρέπει να κάνω επιτυχίες. Θέλω να κάνω πράγματα που να ευχαριστιέμαι, που έχουν κάτι να πουν, που με κάνουν να νιώθω δημιουργικό. Αν θα γίνουν επιτυχία ή αν θα βραβευθούν, τα βάζω σε δεύτερη μοίρα. Προσπαθώ πλέον να αφήσω και το βραβείο στην άκρη, χάρηκα, το διασκέδασα, το ευχαριστήθηκα, τώρα το αφήνω πίσω για να μπορώ να προχωρήσω με τα επόμενα. Ξεκινάω πάλι από το μηδέν.
Είχες αφιερώσει το βραβείο στη γενιά μας, ποιος ο λόγος;
Βγαίνοντας από τη σχολή και ζώντας τρία χρόνια στην Αθήνα, συνάντησα μια κατάσταση η οποία, σαν να είχε ερμητικά κλειστές τις πόρτες για τη νέα γενιά. Ήταν μια κατάσταση στην οποία φαινόταν ότι, το να θέλει κάποιος σήμερα να ξεκινήσει να κάνει θέατρο, μάλλον είναι ουτοπία, είναι πάρα πολύ δύσκολο. Άνθρωποι της γενιάς μου όμως προσπαθούν να κάνουν θέατρο, πολλές φορές μη έχοντας χρήματα για τα βασικά, βλέποντας αυτό, ένιωσα την ανάγκη να δώσω ώθηση σε αυτούς τους ανθρώπους λέγοντάς τους ότι ξέρω πως είναι και ήθελα να κάνω το βραβείο πιο καθολικό και ελπίζω να κατάφερα να παροτρύνω έστω και ένα άτομο να συνεχίσει να προσπαθεί.
Επίσης, είχα παραλείψει λόγω της φορτισμένης στιγμής, να ευχαριστήσω το ίδιο Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος, το οποίο μου έδωσε την ευκαιρία, με στήριξε και με βοήθησε πάρα πολύ, με πρώτο από όλους τον Διευθυντή, Χρίστο Γεωργίου, που κάνει μια πολύ αξιόλογη δουλειά και ήταν πολύ υποστηρικτικός και βοηθητικός.
Ηθοποιός ή σκηνοθέτης;
Δεν ξέρω γιατί πρέπει να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα, γιατί ούτε μέσα μου το έχω απαντήσει. Με γεμίζουν και τα δυο το ίδιο αλλά με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο το κάθε ένα. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αποφασίσω αν είμαι ηθοποιός ή σκηνοθέτης. Αυτό που χρειάζεται όμως σίγουρα, είναι να φροντίσω να κρατήσω ζωντανή την αγάπη μου τόσο προς το θέατρο όσο και προς τους ανθρώπους που συναντώ σε κάθε νέα δουλειά.
Υπάρχει κάποια σύγκρουση σε κάποιο έργο που θα ήθελες και να παίξεις και να σκηνοθετήσεις;
Όχι, δεν υπάρχει. Νομίζω ότι στα έργα που θέλω να σκηνοθετήσω, δεν θέλω να παίξω και στους ρόλους που θέλω να παίξω, δεν θέλω να τους σκηνοθετήσω.
«Cock» και τρίτη σκηνοθεσία, τι να περιμένουμε;
Ήταν τεράστια χαρά το να με καλέσει ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του ΘΟΚ, Σάββας Κυριακίδης, να συζητήσουμε. Νιώθω ότι έγιναν πολύ γρήγορα τα πράγματα, βρέθηκα πολύ απότομα από τη μια πλευρά στην άλλη. Φέτος σκηνοθετώ στο κρατικό θέατρο της χώρας. Ο νέος διευθυντής φάνηκε να είναι πολύ ανοιχτός και συζητήσιμος.
Πρόκειται για ένα έργο με τέσσερις χαρακτήρες. Με μια πρώτη ανάγνωση μπορούμε να πούμε ότι το έργο αναφέρεται στο σεξουαλικό προσανατολισμό, αν εμβαθύνεις όμως στο έργο, μιλά για την αγάπη. Εκεί πρόκειται να επενδύσω ως σκηνοθέτης, να αναδείξω την αγάπη μέσα από το έργο.
Σε τι αναφέρεται ο τίτλος του έργου;
Ο τίτλος είναι διφορούμενος, cock στα αγγλικά σημαίνει το αντρικό μόριο αλλά και κόκορας. Για το λόγο αυτό, ο τίτλος δεν μεταφράζεται. Είναι ένα λογοπαίγνιο του συγγραφέα, που εσκεμμένα προσπαθεί να αποδώσει σε μια λέξη το περιεχόμενο του έργου.
Κόκορας, γιατί;
Επί σκηνής βλέπουμε μια «κοκορομαχία», εξού και ο τίτλος.
Έχεις καταλήξει στους ρόλους;
Έχω καταλήξει ήδη στους τρεις αντρικούς ρόλους και έτσι αποφάσισα να κάνω ανάθεση. Και τους τρεις αυτούς ρόλους τους έβλεπα καθαρά από την ώρα που διάβαζα το έργο και θεώρησα ότι αυτοί πρέπει να είναι. Ήρθα σε επαφή μαζί τους και είναι θετικοί, δεν μπορεί όμως να ανακοινωθεί αφού δεν έχουν υπογράψει. Ακρόαση θα γίνει για τον μόνο γυναικείο ρόλο του έργου.
Τι να περιμένουμε οπτικά; Ένα πλούσιο σκηνικό ή μια απλή σκηνοθεσία με έμφαση στις ερμηνείες;
Στην πρώτη σελίδα υπάρχουν οδηγίες, μια εκ των οποίων ότι δεν θα χρησιμοποιηθεί κανένα σκηνικό αντικείμενο, κανένα έπιπλο, καμία παντομίμα, τίποτα. Το απόλυτο τίποτα σκηνικά, τέσσερις ηθοποιοί και ένα πάρα πολύ δυνατό κείμενο. Είναι τεράστια, αλλά και πολύ ωραία πρόκληση.
Ποια η ιδανική σχέση σκηνοθέτη-ηθοποιού;
Είναι μια σχέση «πάρε-δώσε». Ο σκηνοθέτης δίνει οδηγίες τις οποίες ο ηθοποιός εξελίσσει, με το έργο να σχηματίζεται με τη συμβολή και των δύο πλευρών. Ο σκηνοθέτης επίσης πρέπει να εμπνέει στον ηθοποιό ασφάλεια, αλλά παράλληλα να του δίνει και την ελευθερία να δημιουργήσει.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στο καφενείο «Καλά Καθούμενα» που παραχώρησε τη Μικρή του Σκηνή για να πραγματοποιηθεί η συνέντευξη.