O άνθρωπος που γέννησε τον κινηματογραφικό Rocky Balboa…
Ήταν ένας και μόνο ένας αγώνας το 1975 με τον μεγαλύτερο πυγμάχο όλων των εποχών, τον Μοχάμεντ Άλι, που θα εξασφάλιζε στο αουτσάιντερ από το Νιου Τζέρσεϊ μια φήμη που θα τον ακολουθούσε ισόβια.
Η εικόνα του Τσακ Γουέπνερ πάνω από τον πεσμένο στο καναβάτσο Άλι έγινε μυθική και γέννησε μια κινηματογραφική μυθολογία που θα απαθανατιζόταν σε έξι ταινίες: ο «Ρόκι» γεννήθηκε στον συγκεκριμένο αγώνα, καθώς μεταξύ των θεατών ήταν και ο φέρελπις ηθοποιός Σιλβέστερ Σταλόνε, που σκάρωσε τον ήρωά του κατ’ εικόνα και ομοίωση του Γουέπνερ!
Στο σπίτι εξάλλου του μποξέρ στις ακτές του νεοϋορκέζικου ποταμού Χάντσον φιγουράρει διαχρονικά το πόστερ με το αυτόγραφο του Άλι: «Στον Τσακ και τη Λίντα: Καλή τύχη στους καλούς μου φίλους, από τον Μοχάμεντ Άλι. Μετά από μένα, δεν υπάρχει άλλος. Υστερόγραφο: Φύγε από το πόδι μου!» (θα εξηγήσουμε παρακάτω το θρυλικό υστερόγραφο).
Υπάλληλος κάβας σήμερα, στην πίσω όψη της επαγγελματικής του κάρτας θα βρεις τη φωτογραφία του ως νεαρό μποξέρ πάνω από τον πεσμένο Άλι στο ρινγκ, με τον οποίο πάλεψε για 15 ολόκληρους γύρους το 1975 και ενέπνευσε έτσι τη θρυλική και οσκαρική ταινία.
Αν και η πραγματική ζωή του πυγμάχου βαρέων βαρών είναι σαφώς πιο εντυπωσιακή απ’ όσα κατέγραψε ο Σταλόνε στον «Ρόκι» του, το φιλμ που μάζεψε περισσότερο από 1 δισ. δολάρια απαθανατίζοντας τα χρονικά του εύσωμου πρώην Πεζοναύτη που ανέβηκε στα βρόμικα ρινγκ του Τζέρσεϊ ως «Bayonne Bleeder» για να ρίξει κάτω (αν και όχι νοκάουτ) τον μεγαλύτερο μποξέρ όλων των εποχών.
Ο αγώνας θα ήταν εύκολος υποτίθεται για τον Άλι, ο οποίος είχε μόλις βγάλει από τη μέση τον Τζορτζ Φόρμαν στο Ζαΐρ και ανέκτησε τον τίτλο του πρωταθλητή βαρέων βαρών, όντας τώρα στο απόγειο της καριέρας του (με ρεκόρ 45-2). Ο Γουέπνερ δεν ήταν μεν αμελητέο μέγεθος, αλλά κατά κανέναν λόγο δεν αποτελούσε αξιόμαχο αντίπαλο για τον Άλι. Όπως το ήθελε και ο συντάκτης μποξ της «The New York Post», θα ήταν ένας αγώνας «μεταξύ ενός μπογιατζή και ενός ζωγράφου». Ο Γουέπνερ πέρασε ωστόσο εφτά βδομάδες στο Κλίβελαντ «κόβοντας το ποτό και τις γυναίκες» και προπονούμενος σοβαρά για τη μεγάλη στιγμή του. Αν και αυτή η στιγμή θα κρατούσε περισσότερο από μια στιγμή!
Το ημερολόγιο γράφει 24 Μαρτίου 1975 όταν ο Γουέπνερ ξαπλώνει φαρδύ πλατύ για δυο στιγμές τον Μοχάμεντ Άλι στον 9ο γύρο: ο μποξέρ λέει ότι τον έριξε κάτω με μια μπουνιά κάτω ακριβώς από την καρδιά, αν και ο Άλι διαμαρτύρεται ότι του πάτησε το πόδι (εξού και το υστερόγραφο στην αφιέρωσή του). Ο Σταλόνε παρακολουθεί αποσβολωμένος τον αγώνα από το Λος Άντζελες και δύο χρόνια αργότερα ο Γουέπνερ παίρνει μια πρόσκληση για την πρεμιέρα του «Ρόκι» στο Μανχάταν, μονολογώντας «ελπίζω η ταινία να είναι αξιοπρεπής».
«Ήταν απίστευτη», θα πει ο μποξέρ όταν θα βγει από τη σκοτεινή αίθουσα, «Δεν είχα ιδέα. Ήταν απίστευτη. Μετά το νοκάουτ του Απόλλο, το κοινό άρχισε να τον γιουχάρει και να ζητωκραυγάζει εμένα. Οι άνθρωποι ερχόντουσαν και με αγκάλιζαν, λέγοντάς μου ‘‘Τσακ! Υπέροχη ταινία!’’». Η μεγαλύτερη νίκη του εκτός των ρινγκ θα έρθει το 2006, όταν συμβιβάστηκε εξωδικαστικά με τον Σταλόνε, μιας και ο τελευταίος ξέχασε να τον αναφέρει στο φιλμ του και να του δώσει τα οφειλόμενα δικαιώματα.
Ο Γουέπνερ είχε ήδη αποσυρθεί βέβαια μέχρι τότε, αν και έδωσε έναν σικέ αγώνα με τον μαχητή του κατς Andre the Giant, ο οποίος σήκωσε τον πυγμάχο και τον έριξε εκτός ρινγκ. Η ζωή του μετά ήταν μόνο διασκέδαση, πάρτι και ναρκωτικά και το 1985 θα συλληφθεί για κατοχή κοκαΐνης, περνώντας τρία χρόνια στη φυλακή. Απ’ όπου βγήκε όμως δυνατότερος και «καθαρός», κάνοντας τη σύζυγό του (Λίντα, και όχι Άντριαν) ευτυχισμένη.
Πλέον το ντοκιμαντέρ «The Real Rocky» έχει βαλθεί να αποκαλύψει τη ζωή του πραγματικού «Ιταλού Επιβήτορα», με τον σκηνοθέτη του Jeff Feuerzeig να δηλώνει: «Ο Σιλβέστερ Σταλόνε έκλεψε την ψυχή του Τσακ Γουέπνερ. Αυτή η ταινία είναι η απόπειρά μου να βοηθήσω τον Τσακ να ξανακερδίσει την ψυχή του». Αν και όπως το λέει ο ίδιος ο Γουέπνερ: «Εδώ και 35 χρόνια, εγώ είμαι ο πρωταθλητής»…
Πρώτα χρόνια
Ο Τσακ Γουέπνερ γεννιέται στις 26 Φεβρουαρίου 1939 στην Μπαγιόν του Νιου Τζέρσεϊ, όπου και πέρασε όλη του τη ζωή. Γιος μεταναστών από τη Γερμανία και την Ουκρανία, θα χάσει σύντομα τον πατέρα του και θα μεγαλώσει με τον αδερφό και τη μητέρα του στις εργατικές πολυκατοικίες της πόλης, λίγα μόλις τετράγωνα μακριά από το σημερινό και μεγαλύτερο σπίτι όπου ζει με την τρίτη του σύζυγο Λίντα.
Το να μεγαλώνεις χωρίς πατέρα στη δεκαετία του 1940 ήταν δύσκολο, όπως διηγήθηκε ο Τσακ, αν και η φυσική του δύναμη και το εύσωμο παράστημά του κρατούσαν συνήθως τους κινδύνους μακριά. Όταν μάλιστα χρειαζόταν, ο συνήθως γλυκομίλητος πιτσιρικάς δεν είχε κανένα πρόβλημα να στραμπουλάει τα χέρια των μεγαλυτέρων που του την έπεφταν, όταν δεν έπαιζε μπάσκετ και δεν κυνηγούσε φυσικά τα κορίτσια της συνοικίας.
Παρά το γεγονός ότι ήταν καλός στο μπάσκετ, δεν ήταν αρκετά καλός για κολεγιακή υποτροφία, κι έτσι μετά το σχολείο κατατάσσεται στους Πεζοναύτες (1956). Εκεί θα περάσει τρία χρόνια, αν και πολεμική δράση δεν θα δει. Θα δει όμως πολύ μποξ, καθώς ως ερασιτέχνης πήρε μέρος στους εσωτερικούς αγώνες πυγμαχίας του αμερικανού στρατού, ανεβαίνοντας στο ρινγκ 22 φορές. «Το να ρίχνεις νοκάουτ έναν τύπο και να τον βλέπεις σέκο στο καναβάτσο είναι μια πανέμορφη εικόνα», θα πει αργότερα, «και όταν η φήμη διαδίδεται ότι είσαι ο πιο σκληρός στρατιώτης της βάσης, είναι πιο εύκολο να βρεις κορίτσια».
Κι έτσι, χωρίς να το πολυσκεφτεί, ο «μπράβος» πια σε κλαμπ της πόλης αποφασίζει το 1964 να φορέσει επαγγελματικά τα γάντια της πυγμαχίας, παρά το γεγονός ότι «δεν ήμουν ποτέ Ρέι Ρόμπινσον», όπως παραδέχεται ιπποτικά. Ταλέντο στο μποξ δεν είχε ιδιαίτερο, καθώς ήταν αργός και μάλλον βαρύς. Διέθετε όμως τρομακτικό δεξί (και όχι αριστερό, όπως ο Ρόκι), αλλά και ένα πηγούνι φτιαγμένο από ατσάλι. Το ευαίσθητο δέρμα του δεν τον βοηθούσε ωστόσο καθόλου και ήταν ακριβώς αυτό που θα του φέρει το παρατσούκλι «Ματωμένος της Μπαγιόν» (Bayonne Bleeder), καθώς η επιδερμίδα του άνοιγε συνεχώς και γέμιζε αίματα. Στον αγώνα του μάλιστα ενάντια στον Τζορτζ Φόρμαν, εφημερίδα της εποχής σχολίασε για τα 79 ράμματα που χρειάστηκε ο Τσακ: «Ο Γουέπνερ έχει τόσα ράμματα στο πρόσωπό του που με τόση κλωστή θα μπορούσε να ράψει κανείς δυο διπλοραμμένα κοστούμια»!
Επαγγελματίας πυγμάχος Παρά το γεγονός ότι μέτρησε αρκετές νίκες στους πρώτους του επαγγελματικούς αγώνες, όταν βρέθηκαν στον δρόμο του μποξέρ όπως οι Τζορτζ Φόρμαν (νοκάουτ στον 3ο γύρο) και Σόνι Λίστον (νοκάουτ στον 10ο), ο Γουέπνερ φάνταζε αστείος και αδέξιος, καθώς το παρωχημένο πυγμαχικό του στιλ δεν μπορούσε να αναμετρηθεί με τους γίγαντες των ρινγκ.
Ο Τσακ έβγαινε τώρα αιμόφυρτος από τα ρινγκ και τα σκισίματα στο πρόσωπό του θα του φέρουν όπως είπαμε το παρατσούκλι «Bayonne Bleeder». Ξοφλημένος πριν καλά καλά αρχίσει, αφού βγήκε και νοκάουτ σε αγώνα στη Αγγλία στον 3ο γύρο, μέτρησε αναπάντεχα ένα σερί 9 νικών σε 11 αγώνες, μεταξύ των οποίων και ο πρώην πρωταθλητής βαρέων βαρών Ernie Terrell!
Ο θρυλικός αγώνας με τον Μοχάμεντ Άλι
Η ευκαιρία της ζωής του ήρθε στις 24 Μαρτίου 1975, όταν ανακοινώθηκε ότι ο Τσακ θα προκαλούσε τον πρωταθλητή Άλι για τη ζώνη βαρέων βαρών στο «Cleveland Coliseum» του Οχάιο! Ως διεκδικητής του τίτλου φάνταζε βέβαια αστείος, καθώς τον παρουσίαζαν ως τεράστιο αουτσάιντερ που θα μετατραπεί σε σάκο του μποξ για τα επιδέξια χέρια του υπερηχητικού Άλι. Αν και ο Γουέπνερ δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη και λίγο έλειψε να σημειώσει μια από τις μεγαλύτερες ανατροπές στην ιστορία του μποξ!
Πριν τον αγώνα, τον ρώτησαν αν θα καταφέρει να επιβιώσει πάνω στο ρινγκ: «Αυτό κάνω όλη μου τη ζωή», αποκρίθηκε αγέρωχα ο Τσακ, «αν επέζησα στους πεζοναύτες, θα τα καταφέρω και με τον Άλι», είπε κοφτά και ανέβηκε στο ρινγκ. Ο Άλι κέρδιζε κατά κράτος τον σκληροτράχηλο Γουέπνερ μέχρι τον 9ο γύρο, όταν ο Γουέπνερ ρίχνει τον Άλι στο καναβάτσο σοκάροντας το κοινό! Γυρίζοντας στη γωνία του, φώναξε στον προπονητή του: «Αλ, άναψε το αυτοκίνητο. Είμαστε εκατομμυριούχοι» (η νίκη θα του έφερνε 100.000 δολάρια)! Για να πάρει βέβαια την απάντηση που δεν θα του άρεσε καθόλου: «Κοίτα καλύτερα πίσω σου, γιατί σηκώνεται και δείχνει τσαντισμένος»!
Αυτή ήταν μάλιστα μόλις η τρίτη φορά στην καριέρα του Άλι που κάποιος τον ξάπλωνε κάτω, κι έτσι ήθελε τώρα να πάρει το αίμα του πίσω. Το ανηλεές σφυροκόπημα από τον Άλι του προκάλεσε σκισίματα σε όλο το πρόσωπο και ράγισμα στη μύτη, όμως δεν έλεγε να τα παρατήσει. Αν και 19 δευτερόλεπτα πριν ακουστεί το τελευταίο καμπανάκι, ο Τσακ λύγισε και ο διαιτητής ξεκίνησε το μέτρημα, καθώς προσπαθούσε μάταια να σταθεί στα πόδια του. Έχασε τον αγώνα με τεχνικό νοκ άουτ, όμως στα μάτια όλων ήταν νικητής.
Νικητής ήταν ακόμα και για τον Σταλόνε, που παρακολουθούσε έκπληκτος τη συγκλονιστική και αιματοβαμμένη μάχη σε ζωντανή αναμετάδοση στο «Wiltern Theatre» του Λος Άντζελες και εμπνεύστηκε έτσι τον θρυλικό κινηματογραφικό χαρακτήρα του που τρώει ξύλο για 15 γύρους και ρίχνει μια φαρμακερή μπουνιά στο τέλος.
Παρά το γεγονός ότι είχε πάει για να δει τον αγαπημένο του Άλι, θα ήταν ο σχεδόν άγνωστος αντίπαλός του αυτός που θα τον ενέπνεε. Αμέσως μετά την πρεμιέρα του «Ρόκι», ο Σταλόνε δήλωσε: «Είχα στο μυαλό μου μια ιδέα, αλλά δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να την κάνω ταινία, μέχρι που είδα τον Τσακ εναντίον του Άλι».
Ο Τσακ διατήρησε ωστόσο το χιούμορ του άθικτο: «Έκανα ό,τι μπορούσα, αλλά ήταν αδύνατο να αντιδράσω. Οι γροθιές που δεχόμουν ήταν περισσότερες και από τους λογαριασμούς που έρχονται κάθε μήνα στο σπίτι μου»! Τον αγώνα τον έχασε, κέρδισε όμως την αναγνώριση του κόσμου και μια θέση στην καρδιά των συμπολιτών του, καθώς ο «Bayonne Bleeder» ήταν τώρα ευρύτερα γνωστός σε όλους.
Για τις ανάγκες του αγώνα αναγκάστηκε μάλιστα να το σκάσει από τη δουλειά του στην κάβα για εφτά βδομάδες, με τους συναδέλφους του να τον καλύπτουν από το αφεντικό. Γιατί αντιθέτως από τον Άλι, αυτός έπρεπε να έχει και πρωινή δουλειά για να επιβιώνει στα ρινγκ…
Κατοπινά χρόνια
Θρύλος παρά την ηχηρή του ήττα, ο Γουέπνερ αποσύρθηκε από την πυγμαχία την ίδια χρονιά που προβλήθηκε ο «Ρόκι» (1976), όντας τώρα στα 37 του και έχοντας προσωπικό ρεκόρ 35-14-2. Προσπάθησε να ασχοληθεί με την επαγγελματική πάλη, αν και το κατς δεν τον χωρούσε. Ο αγώνας του με τον Αντρέ τον Γίγαντα το 1976 έμεινε επίσης θρυλικός.
Όσο για τον Τσακ, είχε πια παράσημο τιμής τα 300 και πλέον κοψίματα στο πρόσωπό του, 79 εκ των οποίων του είχε χαρίσει ο Φόρμαν μέσα σε τρεις μόνο γύρους!
Ο «Ρόκι» του χάρισε ακόμα μεγαλύτερη φήμη, την οποία εξαργύρωσε ο Τσακ σε καταχρήσεις, ποτά, ναρκωτικά και γυναίκες. Την προσαρμογή στην καθημερινότητα τη βρήκε δύσκολη, καθώς επέστρεψε στην κάβα που δούλευε ως ξεφτισμένος θρύλος του μποξ.
Κάποια στιγμή δέχτηκε να παλέψει με μια αρκούδα (Victor The Wrasslin’ Bear), αν και ο αγώνας κράτησε μόλις ένα λεπτό, καθώς το εξαγριωμένο θηρίο δεν ήταν του χεριού του.
Το 1985 τον συνέλαβαν με 3,2 γραμμάρια κοκαΐνης και έκαναν «λες και έπιασαν τον Αλ Καπόνε», θα πει ο Τσακ. Τον Μάρτιο του 1988 καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλάκιση, τη μέγιστη ποινή για τέτοιο αδίκημα, αν και εξέτισε τα τρία, βγαίνοντας τον Μάρτιο του 1991 εντελώς αναμορφωμένος.
Το αφεντικό του τον κράτησε στη δουλειά, καθώς ο Τσακ είχε φάει εν τωμεταξύ όσα είχε βγάλει στα ρινγκ. Και έβγαλε αρκετά, είναι η αλήθεια. Πλέον ζει στην αγαπημένη του Μπαγιόν δίπλα στη Λίντα, αναλογιζόμενος τις επιτυχίες του παρελθόντος…