Το βαρύ πένθος στο οποίο βυθίστηκε η Ελλάδα, ο θρήνος των συγγενών και η συλλογική οδύνη για τον άδικο χαμό 57 ανθρώπων, που στην πλειονότητά τους ήταν νέα παιδιά, εξακολουθούν να συγκλονίζουν σύσσωμη την ελληνική κοινωνία και να μονοπωλούν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, θέτοντας στο περιθώριο κάθε άλλη σκέψη ή συζήτηση.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι πολιτικές εξελίξεις παραμένουν «παγωμένες» από τα μεσάνυχτα της αποφράδας Τρίτης, 28 Φεβρουαρίου, όταν συνέβη το φρικιαστικό σιδηροδρομικό δυστύχημα που εξελίχθηκε σε ανείπωτη εθνική τραγωδία. Έτσι, με εξαίρεση την τριήμερη επίσκεψη του Έλληνα υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη, που ξεκινά σήμερα από τον τόπο του δυστυχήματος, η κυβερνητική ατζέντα των επόμενων ημερών δεν περιλαμβάνει κανένα άλλο θέμα.
Διερμηνεύοντας τα αισθήματα που επικρατούν μεταξύ των πολιτών, η κυβέρνηση δεν δείχνει την παραμικρή σπουδή να «αλλάξει σελίδα». Αντιθέτως, όπως επισημαίνουν αρμόδιοι επιτελείς, ρίχνει όλο το βάρος της στην αναζήτηση των απαντήσεων που ζητεί η κοινωνία, καθώς η πεποίθηση που επικρατεί στο Μέγαρο Μαξίμου είναι ότι «πρέπει να ειπωθούν όλες οι αλήθειες» και να διερευνηθούν ενδελεχώς και σε βάθος τα αίτια της τραγωδίας, ώστε να εμπεδωθεί το αίσθημα ασφάλειας που διαταράχθηκε βίαια μετά την μοιραία σύγκρουση των δύο αμαξοστοιχίων.
Τον τόνο, άλλωστε, τον έδωσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος απευθύνθηκε στους συγγενείς των θυμάτων για να ζητήσει «μια μεγάλη ΣΥΓΓΝΩΜΗ», που, όπως έγραψε στην ανάρτησή του για τον απολογισμό της εβδομάδας που πέρασε, είναι «τόσο προσωπική, όσο και στο όνομα όλων όσοι κυβέρνησαν τη χώρα εδώ και χρόνια».
Διότι, όπως εξήγησε, «στην Ελλάδα του 2023, δεν γίνεται δυο τρένα να κινούνται αντίθετα στην ίδια γραμμή και να μην το έχει αντιληφθεί κανείς». Ο πρωθυπουργός τόνισε ότι «δεν μπορούμε, δεν θέλουμε και δεν πρέπει να κρυφτούμε πίσω από το ανθρώπινο σφάλμα», αναγνωρίζοντας ότι «αν το έργο της Τηλεδιοίκησης είχε ολοκληρωθεί, αυτό το δυστύχημα θα ήταν πρακτικά αδύνατο να είχε συμβεί».
«Το γεγονός ότι το Ψηφιακό Σύστημα Ελέγχου θα λειτουργεί πλήρως μέσα στους επόμενους μήνες δεν είναι δικαιολογία», ανέφερε. «Το αντίθετο. Κάνει τον πόνο μου ακόμα μεγαλύτερο που δεν προφτάσαμε να το ολοκληρώσουμε πριν συμβεί το κακό», συνέχισε ο πρωθυπουργός, ο οποίος τόνισε επίσης ότι «η Δικαιοσύνη θα ερευνήσει ταχύτατα την τραγωδία και θα αποδώσει ευθύνες». Έκανε επίσης γνωστό ότι τις επόμενες μέρες ο αρμόδιος υπουργός θα ανακοινώσει παρεμβάσεις άμεσης βελτίωσης της ασφάλειας των σιδηροδρόμων μέχρι να ολοκληρωθεί το Ηλεκτρονικό Σύστημα Διοίκησης.
«Τώρα, έχουμε χρέος να σταθούμε δίπλα στις οικογένειες των θυμάτων, αναγνωρίζοντας με θάρρος τα σφάλματα του κράτους», υπογράμμισε ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος ανακοίνωσε ακόμη ότι:
*Πρώτον, θα ζητήσει αμέσως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και από φίλες χώρες τη συνδρομή τους σε τεχνογνωσία, ώστε να αποκτήσει η Ελλάδα, επιτέλους, σύγχρονα τρένα.
*Δεύτερον, θα αιτηθεί πρόσθετη κοινοτική χρηματοδότηση προκειμένου να συντηρηθεί και να αναβαθμιστεί γρήγορα το υφιστάμενο δίκτυο.
*Τρίτον, θα προτείνει σε όλα τα κόμματα να δεσμευτούν από τώρα ότι, στην επόμενη Βουλή, θα συσταθεί Ειδική Επιτροπή που «θα διερευνήσει την πονεμένη ιστορία των ελληνικών σιδηροδρόμων όλη την τελευταία εικοσαετία».
«Όσα δεν έγιναν τόσα χρόνια πρέπει να τα κάνουμε τώρα και γρήγορα», τόνισε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ακόμη και η συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου για την νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, που ήταν αρχικά προγραμματισμένη για την περασμένη Παρασκευή και αναβλήθηκε μετά τα τραγικά γεγονότα, δεν έχει προγραμματιστεί εκ νέου, καθώς η κυβέρνηση δεν επιθυμεί να κατηγορηθεί ότι επιχειρεί αλλαγή της ατζέντας εν μέσω του πένθους που βιώνει η κοινωνία.
Ο πρωθυπουργός, τέλος, έχει ζητήσει από τους συνεργάτες του να γίνεται καμία συζήτηση για τις εκλογές. Και ως εκ τούτου, όπως λένε συνεργάτες του, «όλα όσα κυκλοφορούν είτε για αναβολή της κάλπης για τον Μάιο είτε για επιμονή στην 9η Απριλίου κινούνται στη σφαίρα των υποθέσεων, των εικασιών και της φημολογίας».