Σοκ στη χώρα μας αλλά και στη Βρετανία, από όπου καταγόταν, έχει προκαλέσει ο χαμός του 61χρονου Σκωτσέζου που πνίγηκε στην Κρήτη προσπαθώντας να σώσει τα εγγόνια του.
Τα βρετανικά ΜΜΕ με εκτενή αφιερώματά τους αναφέρονται στον 61χρονο Τζόναθαν Σμιθ, που μπήκε κατευθείαν στη θάλασσα, χωρίς δεύτερη σκέψη, και με αυτοθυσία έσωσε τα δύο εγγόνια του, ηλικίας επτά και 10 ετών.
Ο Σμιθ, από τη Σκωτία, μαζί με τα εγγόνια του παραθέριζαν στην Κρήτη, όταν το απόγευμα της Τρίτης, ενώ τα εγγόνια του έκαναν μπάνιο στη θάλασσα, αντιμετώπισαν πρόβλημα στο νερό, καθώς, λόγω των ισχυρών ρευμάτων στον κόλπο των Γουβών, στα βόρεια του νησιού, δυσκολεύονταν να βγουν.
Ο 61χρονος πήδηξε στο νερό και κατάφερε να βγάλει τα δύο εγγόνια του ως τα βράχια, τα έσπρωξε μάλιστα προς τα εκεί, όπου είχαν συγκεντρωθεί ντόπιοι και είχαν πετάξει στο νερό ένα στρογγυλό σωσίβιο και σχοινιά για να βοηθηθούν τα δύο παιδιά. Ομως ο 61χρονος Βρετανός δεν κατάφερε να βγει. Στην περιοχή επικρατούσε έντονος κυματισμός και ο ναυαγωσώστης δεν κατάφερε να τον σώσει.
«Ενας αφοσιωμένος πατέρας» -Πώς περιγράφει τον Τζόναθαν Σμιθ ο γιος του
Ο 61χρονος Βρετανός ήταν συνταξιούχος, πρώην υπάλληλος στο περίφημο NHS, το Βρετανικό ΕΣΥ. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν θα τον ξαναδώ», δήλωσε ο 34χρονος γιος του Ντέιβιντ, μιλώντας στη «Sun».
Μερικές μέρες πριν θυσιαστεί για τα εγγόνια του, ο Βρετανός είχε ποστάρει μια φωτογραφία από τις διακοπές του, που τον απεικονίζει να χαμογελά, κρατώντας ένα ποτήρι κρασί στο χέρι και ενώ απολάμβανε το ηλιοβασίλεμα με την οικογένειά του.
Ο Ντέιβιντ περιέγραψε τον πατέρα του ως αφοσιωμένο και θαρραλέο οικογενειάρχη, που είχε συνταξιοδοτηθεί πρόσφατα και ήταν μεγάλος οπαδός του συλλόγου ράγκμπι της Αγίας Ελένης. Και πρόσθεσε: «Αγαπούσα πολύ τον μπαμπά μου. Είναι ο ήρωάς μου. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν πρόκειται να τον ξαναδώ αφού έφυγε για να πάει στις διακοπές του. Είναι μια απροσδόκητη τραγωδία».
Ο Ντέιβιντ περιέγραψε πως ο πατέρας του αγαπούσε την ύπαιθρο, το περπάτημα, το ποδήλατο και τη φωτογραφία. Και πρόσθεσε: «Πρόσφατα αποσύρθηκε από το Συμβούλιο του Βόρειου Λανκασάιρ και εργαζόταν με μερική απασχόληση στο NHS. Ηταν φανατικός με το ράγκμπι και υποστήριζε την ομάδα της Αγίας Ελένης».
Οι ντόπιοι, μεταξύ των οποίων δύο σερβιτόροι από ένα παραθαλάσσιο εστιατόριο, βούτηξαν στη θάλασσα για να βοηθήσουν τον Τζόναθαν Σμιθ στην προσπάθειά του να σώσει τα εγγόνια του. Στην προσπάθεια διάσωσης των δύο αγοριών βοήθησε και το πλήρωμα σκάφους της ακτοφυλακής, πετώντας τους σχοινιά και σωσίβιο.
«Κάποια στιγμή εξαντλήθηκε και ήταν αδύνατο για το συνεργείο διάσωσης να τον φτάσει, εξαιτίας της τρικυμίας» είπε ο ιδιοκτήτης ενός τοπικού καφέ, όπου ο άνδρας και η οικογένειά του σύχναζαν καθημερινά κατά τη διάρκεια των διακοπών τους.
«Η γυναίκα του παρακολουθούσε με τρόμο»
Μια γυναίκα, που ζήτησε να μην κατονομαστεί, είπε: «Ο ναυαγοσώστης χρειάστηκε να βουτήξει έξι φορές για να προσπαθήσει να τον φτάσει. Και την τελευταία φορά που βούτηξε, είχε απομακρυνθεί, τρομερή κατάσταση. Τον έπιασαν με ένα σχοινί και τον τράβηξαν έξω από τη θάλασσα, σαν ένα κομμάτι κούτσουρου. Ηταν φρικτό. Η γυναίκα του παρακολουθούσε με τρόμο».
Ο Αντώνης Φαρασαράκης, ο ναυαγοσώστης, είπε ότι το θέαμα του παππού, όταν τελικά κατάφερε να τον φτάσει, ήταν «απλά ανατριχιαστικό». «Δεν μπορώ ούτε να το σκέφτομαι, γιατί όταν τελικά τον πλησίασα είχε τραυματιστεί σοβαρά από τα βράχια. Είμαι σε σοκ. Δεν θέλω να το σκέφτομαι ή να το συζητώ. Αλλά τουλάχιστον κατάφερε να βοηθήσει να σωθούν τα εγγόνια του».
Τα δύο αγόρια μεταφέρθηκαν σε τοπικό νοσοκομείο για τις πρώτες βοήθειες, με ελαφρά τραύματα. Και τα δύο παιδιά ήταν σε κατάσταση σοκ και έλαβαν ψυχολογική υποστήριξη μετά την τραγική απώλεια του παππού τους. Εκείνο το μεσημέρι στην παραλία είχαν κατέβει οι παππούδες με τα εγγόνια τους, ενώ η μητέρα των δύο παιδιών είχε μείνει στο ξενοδοχείο. Τα δύο αγόρια, όπως γράφει η «Daily Mail», αποφάσισαν να φύγουν από την κεντρική παραλία και προτίμησαν έναν απόκρημνο απομονωμένο κόλπο για τη βουτιά τους.
«Ηταν ένας εξαιρετικά ευχάριστος άνθρωπος, που ερχόταν για καφέ και τυρόπιτα κάθε πρωί», είπε ο ιδιοκτήτης του καφέ. «Ήταν εδώ για περίπου μία εβδομάδα. Η τραγωδία πρέπει να συνέβη τις τελευταίες μέρες της παραμονής τους εδώ».