«Λίγο ακόμα θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο τη θάλασσα να κυματίζει, λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.»
Γιώργος Σεφέρης…ή Γιώργος Σεφεριάδης όπως ήταν το πραγματικό του όνομα και έτσι θα ζήσει, με μια διπλή υπόσταση, του ποιητή και του διπλωμάτη. «Το μεγάλος λάθος της ζωής μου», γράφει, «ήταν που ήμουνα φτιαγμένος για τη θάλασσα κι έγινα στεριανός. Είναι γνώρισμα του θαλασσινού να μην είναι πουθενά ευχαριστημένος».
Θα γεννηθεί στα Βουρλά της Σμύρνης το 1900. Το ’14, με την έναρξη του Παγκόσμιου Πολέμου, η οικογένεια θα μετακομίσει στην Αθήνα και μετέπειτα στο Παρίσι. Εκεί θα ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του…θα σπουδάσει νομική, μα θα κληρονομήσει και την αγάπη για τη λογοτεχνία.
Στα 26 του χρόνια θα αρχίσει την διπλωματική του καριέρα την οποία θα διατηρήσει μέχρι την συνταξιοδότηση, τον Αύγουστο του ’62, κρατώντας όμως άσβεστη την αγάπη για την ποίηση και τη λογοτεχνία.
1931. Εκδίδει το πρώτο του έργο, την «Στροφή» και υπογράφει ως Γιώργος Σεφέρης. Για αρκετά χρόνια υπέγραφε διπλωματικά έγγραφα ως «Σεφεριάδης», διαχωρίζοντας έτσι τον διπλωμάτη από τον ποιητή.
Ο Σεφέρης θα ζήσει σε μια εποχή έντονων πολιτικών και ιδεολογικών συγκρούσεων και ζυμώσεων.
«Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι,όταν χαμηλώνουν τ’ άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου,όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων.
AdvertisementΑυτές οι πέτρες, που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια,ως που θα με παρασύρουν;Τη θάλασσα, τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;»
«Όπου κι αν ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», γράφει το ’36. Το ‘ 36 θα γνωρίσει και τη γυναίκα για την οποία θα κεντήσει μερικά από τα πιο λυρικά και βαθιά ερωτικά λόγια, τη Μαρώ. «Φοβούμαι μήπως συνηθίσω έτσι πάντα από μακριά να σ’ αγαπώ…» της γράφει και ενόσω η πολιτική τους χωρίζει…τους ενώνει η ποίηση. Η μεταξύ τους αλληλογραφία μας κάνει μάρτυρες ενός ανυπέρβλητου έρωτα.
«Σου είπα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνο που ήθελα να πω και μ έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί δεν το είπα: είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη…»
«Τα αηδόνια δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες…» 1953. Ο Γιώργος Σεφέρης θα βρεθεί για πρώτη φορά «ες γην εναλίαν Κύπρον» και στα χώματά της θα βρει την για πάντα χαμένη πατρίδα του. Θα ανακαλύψει απ’ άκρη σ΄άκρη το νησί και σε αυτό θα αφιερώσει την ποιητική συλλογή του «Κύπρον, ού μμεθεσπισεν» και μετέπειτα «Ημερολόγιο καταστρώματος Γ’». «Η Κύπρος είναι ένας τόπος που το θαύμα λειτουργεί ακόμη», γράφει ο ποιητής και ως διπλωμάτης το 1955 θα εργαστεί σκληρά για το θέμα της Κύπρου.
Με ένα μικρό αλλά σημαντικό ορθογραφικό ατόπημα Θεοδωράκης και Μπιθικώτσης δίνουν άλλο νόημα στην Άρνηση του Σεφέρη, ο οποίος με μια άνω τελεία λέει…
«Mε τί καρδιά, με τί πνοή,τι πόθους και τί πάθος,πήραμε τη ζωή μας· λάθος!κι αλλάξαμε ζωή.»
Το τραγούδι κυκλοφορεί χωρίς την άνω τελεία και το νόημα που προσδίδει. Ο Σεφέρης ενοχλείται μέχρι που αντιλαμβάνεται πως…όλη η Ελλάδα τραγουδά για το περιγιάλι το κρυφό.
1963. Ο Γιώργος Σεφέρης γίνεται ο πρώτος Έλληνας Νομπελίστας. Η Σουηδική Ακαδημία ανάμεσα σε Νερούδα και Μπέκετ, ξεχωρίζει τον Σεφέρη και σε αυτόν απονέμει το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. «Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται», λέει στην ομιλία του.
«Χῶρες τοῦ ἥλιου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρίσετε τὸν ἥλιο.Χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρίσετε τὸν ἄνθρωπο.»
Στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας ο Σεφέρης θα επιλέγει την σιωπή…μέχρι τις 23 Μαρτίου 1969 όταν με μια δήλωσή του στο BBC θα μιλήσει ανοιχτά κατά της Χούντας.
«Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά.»
Η ιστορική δήλωσή του θα κάνει τεράστια αίσθηση σε Ελλάδα και εξωτερικό και θα δώσει ώθηση στο αντιδικτατορικό κίνημα.
«Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ· ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Αρχές Αυγούστου 1971. Εισάγεται στον Ευαγγελισμό και εγχειρίζεται στον δωδεκαδάκτυλο. Ξημερώματα 20ης Σεπτεμβρίου 1971, έπειτα από μετεγχειρητικές επιπλοκές…φτάνει στον «τελευταίο σταθμό» κι ανεβαίνει τη «στερνή σκάλα»…
«Ἐδῶ τελειώνουν τὰ ἔργα τῆς θάλασσας, τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης.»
Δύο ημέρες μετά, η κηδεία του Σεφέρη μετατρέπεται σε πάνδημη διαμαρτυρία κατά της Χούντας των συνταγματαρχών. Ένα ανθρώπινο ποτάμι ξεχύνεται στους δρόμους της Αθήνας, φωνάζει πως ο Σεφέρης είναι αθάνατος και τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι.
Και είναι αθάνατος, ζει μέσα από τους στίχους του και περισσότερο από μισό αιώνα μετά τον θάνατό του παραμένει επίκαιρος. Μας θυμίζει όμως πως…
«Το σπουδαίο δεν είναι ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας, ονειροπολώντας μιαν «άλλη», αλλά να κάνουμε να λαλήσει τούτη η ζωή, όπως μας δόθηκε, την καθημερινή, την ταπεινή, την ανθρώπινη, όπου το καθετί που μπορούσε να γυρέψουμε πρέπει να υπάρχει.»