Πιέσεις για να διεκδικήσει η Μισέλ Ομπάμα το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές του 2024, σε περίπτωση που δεν το κάνουν ο Τζο Μπάιντεν και η αντιπρόεδρος Καμάλα Χάρις, ασκούν ορισμένοι Δημοκρατικοί υποστηρίζοντας ότι η πρώην πρώτη Κυρία των ΗΠΑ διαθέτει τα απαιτούμενα φόντα για νικήσει όποιον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο βρει απέναντί της.
Μολονότι η ηγεσία των Δημοκρατικών – δημοσίως τουλάχιστον – στηρίζει μια υποψηφιότητα Μπάιντεν, οι συζητήσεις στο κόμμα συνεχίζονται ως προς το ποιος θα συγκέντρωνε τις περισσότερες πιθανότητες να νικήσει τον Ντόναλντ Τραμπ σε μια πιθανή αναμέτρηση. Σύμφωνα με το Fox News ο Ρεπουμπλικανός σχολιαστής Ντάγκλας ΜακΚίνον, πρώην αξιωματούχος του Λευκού Οίκου και του Πενταγώνου, είπε ότι εφόσον δεν κατέβουν υποψήφιοι ο Μπάιντεν – που σκοπεύει πάντως να το κάνει, εφόσον είναι υγιής – ή η Χάρις, οι Δημοκρατικοί θα μπορούσαν να στραφούν σε ένα άλλο πρώην αστέρι τους για να πολλαπλασιάσουν τις πιθανότητες επικράτησής τους.
Ένα από τα ονόματα που έπεσαν στο τραπέζι στις προηγούμενες προκαταρκτικές προεδρικές των Δημοκρατικών ήταν εκείνο της Μισέλ Ομπάμα, μολονότι η 59χρονη έχει επανειλημμένα τονίσει ότι δεν ενδιαφέρεται να διεκδικήσει κάποιο αξίωμα. Ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο του Politico, κάποια «ανώτερα στελέχη των Δημοκρατικών» τρέφουν αμφιβολίες αναφορικά με τον Μπάιντεν, και τον στηρίζουν μόνον επειδή φοβούνται μια πιο αδύναμη υποψηφιότητα. «Υψηλόβαθμοι Δημοκρατικοί συσπειρώνονται γύρω από την επανεκλογή του Μπάιντεν, όχι επειδή θεωρούν ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας ένας 82χρονος να ξεκινήσει μια δεύτερη θητεία, αλλά επειδή φοβούνται την πιθανή εναλλακτική: να πάρει το χρίσμα η Καμάλα Χάρις και να εκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ», ανέφερε το δημοσίευμα.
Στις προεδρικές εκλογές του 2020 οι Μπάιντεν και Χάρις εξασφάλισαν τις περισσότερες ψήφους από οποιοδήποτε άλλο δίδυμο υποψηφίων στην ιστορία των ΗΠΑ. Ωστόσο, τρία χρόνια αργότερα, τα ποσοστά δημοτικότητας του Μπάιντεν κυμαίνονται γύρω στο 40% και τα συχνά φραστικά – και όχι μόνο – ολισθήματά του προκαλούν πονοκεφάλους στους συνεργάτες του στον Λευκό Οίκο. Σύμφωνα με το Politico, γερουσιαστής που παρέστη το Φεβρουάριο σε συνάντηση κυβερνητών, διερωτήθηκε κατά πόσον ο Μπάιντεν αντέχει να βγάλει μια προεκλογική εκστρατεία και στο ίδιο μίτινγκ ένα μέλος του Κογκρέσου επεσήμανε ότι «η Χάρις δεν είναι επιλογή».
«Θέλουν να κάψουν το χαρτί της Μισέλ Ομπάμα, προτού το σκεφτεί;»
Η αρθρογράφος του The Hill, Μάιρα Άνταμς σημείωσε τον περασμένο μήνα ότι κατά τη γνώμη της η Μισέλ Ομπάμα είναι η καλύτερη λύση για να νικήσουν οι Δημοκρατικοί στις εκλογές του 2024.
«Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, μια υποψηφιότητα της κυρίας Ομπάμα για το 2024 χαρακτηρίζεται αβάσιμη φήμη, που προκαλεί φόβο στους Ρεπουμπλικανούς για να βοηθήσει στη συγκέντρωση χρημάτων. Επί σειράν ετών η Ομπάμα απορρίπτει κάτι τέτοιοι. Σε συνέντευξή της το 2018, όταν ρωτήθηκε για πιθανή κάθοδό της στην κούρσα για το 2020, είχε πει ως γνωστόν ότι “πρώτα απ’ όλα, πρέπει να θέλεις τη δουλειά”, υπονοώντας ότι δεν την ήθελε. Ωστόσο, οι Δημοκρατικοί το 2023 ίσως είναι αρκετά απεγνωσμένοι ώστε κάποια ηγετικά στελέχη τους να ενθαρρύνουν την Ομπάμα να το σκεφτεί. Η ομάδα αυτή θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι “το κόμμα και η χώρα σου σε χρειάζονται για να σταματήσεις τον Ντόναλντ Τραμπ ή τον κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρον Ντε Σάντις” απευθύνοντας έκκληση στον πατριωτισμό της», έγραψε η Άνταμς.
Η ίδια σημείωσε ότι σε περίπτωση που ο Μπάιντεν αποφάσιζε να μην διεκδικήσει την επανεκλογή του η Μισέλ Ομπάμα θα εξουδετέρωνε κάθε εσωκομματικό της αντίπαλο κι ούτε η Καμάλα Χάρις δεν θα ήθελε να σταθεί απέναντί της. Πάντως η πρώην πρώτη κυρία των ΗΠΑ σε συνέντευξή της τον περασμένο Νοέμβριο στο BBC είπε ότι «απεχθάνεται» να τη ρωτούν αν θα το σκεφτόταν να κατεβεί υποψήφια για το ύπατο αξίωμα των ΗΠΑ. «Όχι», είπε η Μισέλ Ομπάμα, προτού η δημοσιογράφος περάσει στο επόμενο θέμα.
Ανταποκριτές ευρωπαϊκών ΜΜΕ στην Ουάσιγκτον, όπως ο Πάολο Μαστρολίλι της ιταλικής La Repubblica, σχολιάζουν πάντως ότι η επαναφορά στο τραπέζι του ονόματος της Μισέλ Ομπάμα ίσως να αποσκοπεί «όπως συνέβη και με τη Χίλαρι Κλίντον», στην υπονόμευσή της, πριν καν σκεφτεί το ενδεχόμενο να κατεβεί υποψήφια.