«Με παίρνουν από την ΕΔΕΚ τηλέφωνο το πρωί στην Τράπεζα Κύπρου στην Φανερωμένη όπου εργαζόμουν. “Αντρέα τρέξε στο ‘ΟΧΙ’, σκότωσαν τον Βάσο”. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, σε λιγότερο από 15 λεπτά ήμουν στο σημείο. Βλέπω τον Βάσο ζωντανό να μου λέει, “Άντρέα μου όχι αντίποινα, όχι αντίποινα” Το είπε τρεις φορές». Με αυτά τα λόγια εξιστορεί στο ΚΥΠΕ ο Ανδρέας Πάλμας, Βοηθός Κεντρικός Οργανωτικός τότε της Νεολαίας ΕΔΕΝ, τι έγινε την ημέρα της δολοφονίας του Δώρου Λοΐζου.
Το ημερολόγιο έγραφε 30 Αυγούστου 1974. Ο Βάσος Λυσσαρίδης ζούσε και διατράνωνε ως απάντηση ότι «οι ιδέες δεν δολοφονούνται». Όμως ο Δώρος Λοΐζου είχε περάσει στην αιωνιότητα, δολοφονημένος από τις σφαίρες των πραξικοπηματιών και της ΕΟΚΑ Β’.
Σαράντα εννιά χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την ημέρα εκείνη, την προτελευταία ημερολογιακά μέρα του μαύρου καλοκαιριού του 1974, με την Κύπρο να μετρά ασταμάτητα πληγές σε όλα τα επίπεδα και να προσπαθεί να συνέλθει από το σοκ που επέφεραν το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή του Ιούλη. Το πρωί της μέρας εκείνης ο Κεντρικός Οργανωτικός της Νεολαίας ΕΔΕΝ, δάσκαλος και ποιητής, Δώρος Λοΐζου έπεφτε νεκρός σε ενέδρα που είχε ως κύριο στόχο τη δολοφονία του Προέδρου της ΕΔΕΚ Βάσου Λυσσαρίδη.
Από τους πιο στενούς συνεργάτες τόσο του Δώρου Λοΐζου όσο και του Βάσου Λυσσαρίδη, ιδρυτικό μέλος της ΕΔΕΚ, ο Ανδρέας Πάλμας Βοηθός Κεντρικός Οργανωτικός τότε της Νεολαίας ΕΔΕΝ έζησε από πρώτο χέρι τα γεγονότα της δολοφονίας του Δώρου Λοΐζου αλλά και τα όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν. Μίλησε στο ΚΥΠΕ επιστρέφοντας από το τρισάγιο που πραγματοποιήθηκε σήμερα στον τάφο του Δώρου Λοΐζου στο Κοιμητήριο Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λευκωσία.
«Από το 1971, όταν και είχαμε τις πρώτες σοβαρές ενδείξεις υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να γίνει πραξικόπημα, εμείς προσπαθούσαμε να προφυλάξουμε τον Βάσο Λυσσαρίδη και βγάζαμε σκοπιές στο σπίτι του Βάσου», αναφέρει.
Θυμάται ότι «το προηγούμενο βράδυ ήμασταν στο σπίτι του Βάσου. Ξυπνήσαμε το πρωί και πήγαμε στη δουλειά μας. Είμαστε στο τέλος του Αυγούστου, έχουμε ήδη εισέλθει στην περίοδο του Μετα-πραξικοπήματος με τον Γλαύκο Κληρίδη να έχει ήδη αναλάβει ως Προεδρεύων της Δημοκρατίας. Και δυστυχώς ο Γλαύκος Κληρίδης δεν είχε αποκαταστήσει τη Φρουρά του Βάσου Λυσσαρίδη η οποία είχε αφαιρεθεί από την πραξικοπηματική διοίκηση. Ως εκ τούτου εμείς έπρεπε να προστατεύσουμε τον Βάσο Λυσσαρίδη».
Δύο εβδομάδες περίπου νωρίτερα, προσθέτει, «στις 15 Αυγούστου, πραγματοποιήθηκε στο ΓΤΠ η περιβόητη συνάντηση για το Σχέδιο Γκιουνές στην οποία συμμετείχε και ο Βάσος Λυσσαρίδης. Απειλήθηκε σε εκείνη τη συνάντηση άμεσα και έντονα από οπλισμένους πραξικοπηματίες με παρατεταμένα τα όπλα. Το θέμα ήταν πλέον μπροστά μας, επίκειται η δολοφονία του Βάσου. Και θυμάμαι όταν τελείωσε εκείνη η συνάντηση, είχε έρθει ο Δώρος ο οποίος είχε παρευρεθεί στη συνάντηση χρησιμοποιώντας δημοσιογραφική ταυτότητα, και μου είπε ότι ‘τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα, αυτό που είδα σήμερα δεν μπορώ να το περιγράψω’ και ότι ‘θα σκοτώσουν τον Βάσο και πρέπει να δούμε τι θα κάμουμε’».
Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν, όπως εξηγεί, εφόσον ο Λυσσαρίδης δεν είχε πλέον Φρουρά, ήταν να αναλάβουν να τον προστατεύσουν οι ίδιοι με ότι μέσον είχαν. Αποφάσισαν έτσι μαζί με τον Δώρο ότι θα μετέφεραν τον Λυσσαρίδη από σπίτι σε σπίτι, μια νύχτα εκεί, μια νύχτα παραπέρα κλπ να διανυκτερεύει δηλαδή κάθε νύχτα σε διαφορετικό σπίτι. Όπως ανέφερε, το βράδυ πριν από τη δολοφονία του Δώρου ο Λυσσαρίδης έμεινε στο σπίτι του Δώρου. «Εγώ ξέρω ότι το βράδυ εκείνο θα έπρεπε να είχε διανυκτερεύσει σε άλλο σπίτι, όμως όπως μου είπε την επόμενη μέρα η Βαρβάρα (η γυναίκα του Βάσου Λυσσαρίδη), την ώρα που ήταν έτοιμοι να τον μετακινήσει ο Δώρος, κάτω από το σπίτι παρατήρησαν μια περίεργη συνεύρεση 4-5 ατόμων με 2-3 αυτοκίνητα και έκριναν ότι ήταν επικίνδυνο να τον μετακινήσει το βράδυ».
«Έγινε η δολοφονική επίθεση το πρωί, εγώ έτρεξα όπως σας είπα στο ‘ΟΧΙ’ από τη Φανερωμένη, είδα τον Βάσο ζωντανό ξαναθυμούμαι την παρότρυνση του πριν ακόμα πάει στο νοσοκομείο τόσο προς εμένα όσο και προς όλο τον κόσμο για αυτοσυγκράτηση» σημειώνει, τονίζοντας πως αν δεν υπήρχε η διαταγή από τον Βάσο για αυτοσυγκράτηση κανένας δεν μπορεί να ξέρει τι θα ακολουθούσε. «Αυτό πρέπει να καταγραφεί στην Ιστορία. Αν δεν έδινε διαταγή ο Λυσσαρίδης για αυτοσυγκράτηση «δεν μπορεί κανένας να πει τι θα ακολουθούσε ευθύς αμέσως», συμπληρώνει.
Για τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του Δώρο Λοΐζου ο στενός του συνεργάτης αναφέρει πως «ήταν ένας γεννημένος ηγέτης».
«Είναι η Κύπρος που έχασε. Πέραν του ότι χάσαμε εμείς (οι Εδεκίτες) το πιο δυνατό μας στέλεχος, έχασε η Κύπρος» λέει, σημειώνοντας πως όσοι γνώρισαν τον Δώρο δεν έχουν κάτι διαφορετικό να πουν από το ότι ήταν ένας γεννημένος ηγέτης. «Όπου πηγαίναμε, στα χωριά, σε μικρές και μεγάλες συγκεντρώσεις, ο Δώρος σκλάβωνε τον κόσμο με τον τρόπο που συνομιλούσε. Ήταν ανήσυχο πνεύμα», προσθέτει.
Για τους δολοφόνους του Δώρου ο Ανδρέας Πάλμας αναφέρει ότι όταν πήγε στον τόπο της δολοφονίας και μίλησε με περαστικούς και αυτόπτεις μάρτυρες κατάλαβε ότι κάποιοι είχαν δει τους δολοφόνους και τα πρόσωπα τους. Οι δολοφόνοι δεν φορούσαν κουκούλες, είχαν ανοιχτό το πρόσωπο. Ήταν γνωστοί και σε άτομα τα οποία βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο σημείο της δολοφονίας. Προσθέτει ακόμη πως με βάση διηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων, οι δολοφόνοι έτρεξαν και έφυγαν νομίζοντας ότι είχαν σκοτώσει τον Λυσσαρίδη και πως αν συνειδητοποιούσαν ότι ο Λυσσαρίδης δεν ήταν νεκρός ίσως παρέμεναν στο σημείο και συνέχιζαν τη δολοφονική επίθεση.
«Είναι γνωστοί οι δολοφόνοι, εγώ όπως και πάρα πολλοί γνωρίζουμε τα ονόματα τους. Όμως δεν έχει τόση σημασία πλέον, από τη στιγμή που το επίσημο κράτος και η Πολιτεία δεν έκαναν αυτό που θα έπρεπε από τότε να είχαν κάνει. Τα γεγονότα τα γνώριζε και ο Προεδρεύων της Δημοκρατίας Γλαύκος Κληρίδης, τα γνώριζαν και υπηρεσιακοί και οι αρχές της Αστυνομίας. Αφού λοιπόν η Πολιτεία και το κράτος δεν έκαναν αυτό που πρέπει, ας μείνουν οι δολοφόνοι ως ‘οι γνωστοί άγνωστοι’ όπως τους ξέρουμε όλοι από τότε», λέει.
Ο Δώρος Λοΐζου γεννήθηκε στη Λευκωσία στις 23 Φεβρουαρίου του 1944. Θήτευσε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο ζώντας ως έφηβος τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ στη νεολαία της οποίας μυήθηκε. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας στη νεοιδρυθείσα τότε Εθνική Φρουρά σπούδασε ξενοδοχειακές σπουδές στην Ανώτερη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης Ρόδου ενώ το 1968 έφυγε για τις ΗΠΑ και τη Βοστώνη, όπου σπούδασε Ιστορία. Αποφοίτησε το 1972 όταν και επέστρεψε στην Κύπρο και εντάχθηκε στην ΕΔΕΚ του Βάσου Λυσσαρίδη ως Κεντρικός Οργανωτικός Γραμματέας της ΕΔΕΝ και υπεύθυνος έκδοσης της «Σοσιαλιστικής Έκφρασης».
Ποιητής και άνθρωπος των τεχνών είχε μεταφράσει στα ελληνικά ποιήματα ξένων λογοτεχνών όπως του Σαλβαντόρ Νόβο, του Πωλ Ελυάρ και του Ίκου Τακενάκα και εξέδωσε δική του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ψωμί και Ελευθερία». Πολλά από τα ποιήματα του μελοποιήθηκαν μετά τον θάνατο του, όπως το «Τραγούδι του λεύτερου» (Γιώργος Κοτσώνης) και το «Στον πατέρα μου» (Φαίδρος Καβαλλάρης).