Σοβαρά ζημιωμένο μένει το κράτος από τον τερματισμό της σύμβασης με ανάδοχο εταιρεία, που είχε αναλάβει την ανάπτυξη πληροφοριακού συστήματος διαχείρισης επιχειρησιακών πόρων-Enterprise Resource Planning (ERP) του Γενικού Λογιστηρίου, διαπίστωσαν οι Βουλευτές κατά τη σημερινή συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ελέγχου, που εξέτασε την έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας (ΕΥ) για το εν λόγω θέμα.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Ζαχαρίας Κουλίας, ανέφερε ότι θα πρέπει η Κυπριακή Δημοκρατία να ζητήσει αποζημιώσεις αντίστοιχες της ζημιάς, που προκλήθηκε.
Κατά τη συνεδρίαση, η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας ανέφερε ότι πρόκειται για μία υπόθεση στην οποία υπάρχουν εκατέρωθεν πολύ υψηλές οικονομικές απαιτήσεις, που πολύ πιθανό να οδηγηθούν ενώπιον δικαστηρίου. Κατ’ επέκταση, μετέφερε παράκληση του Γενικού Εισαγγελέα να αποφευχθεί η αναφορά στοιχείων κατά τη συζήτηση, τα οποία ενδεχομένως να δημιουργήσουν κωλύματα για τη διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Όπως αναφέρθηκε κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής, το πληροφοριακό σύστημα διαχείρισης επιχειρησιακών πόρων ήταν ένα ιδιαίτερης σημασίας έργο για την εξοικονόμηση πόρων και τη διευκόλυνση των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, όπως ανέφερε ο Γενικός Λογιστής, Ανδρέας Αντωνιάδης, το έργο περιλάμβανε, πέρα από τη λογιστική – χρηματοοικονομική διαχείριση, και το κομμάτι του προϋπολογισμού, και το κομμάτι των μισθολογίων και το κομμάτι της διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού. Η σύμβαση, που κατακυρώθηκε τον Οκτώβριο του 2018, τερματίστηκε τελικά τον Μάρτιο του 2023.
Κατ’ επέκταση, όπως επισημάνθηκε τόσο από Βουλευτές, όσο και από λειτουργούς του Γενικού Λογιστηρίου στη συνεδρίαση, η ζημιά έγκειται πρωτίστως στο γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία συνεχίζει να στερείται ενός τέτοιου συστήματος. Όπως ανέφερε ο κ. Αντωνιάδης, το έργο «θα επέφερε περισσότερο εκσυγχρονισμό των διαδικασιών, θα ενίσχυε τη χρηματοοικονομική διαχείριση και θα αντικαθιστούσε πεπαλαιωμένα συστήματα. Υπογράμμισε ότι στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη, η υπηρεσία θα επικεντρωθεί στα οφέλη που χάθηκαν με αυτή την καθυστέρηση.
Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε από τη λειτουργό της Ελεγκτικής Υπηρεσίας που παρουσίασε στην Επιτροπή την έκθεση για το εν λόγω θέμα, μέχρι και τον τερματισμό της σύμβασης με την εταιρεία, τον Μάρτιο του 2023, είχαν ήδη καταβληθεί για το έργο αυτό από την Κυπριακή Δημοκρατία ποσά συνολικού ύψους περίπου €2,5 εκ., εκ των οποίων έλαβε πίσω τα €2, με την επιστροφή της εγγύησης από την εταιρεία. Επισημάνθηκε, ακόμα, ότι σε περίοδο τριών ετών, εργάστηκαν για το εν λόγω έργο 76 άτομα από το προσωπικό του Γενικού Λογιστηρίου.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία στην έκθεσή της αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι κατόπιν καταγγελιών που είχαν φτάσει κοντά της, είχε ζητήσει γραπτώς σχόλια από το Γενικό Λογιστήριο. Μάλιστα, όπως αναφέρθηκε στη συνεδρίαση, μέρος της σύμβασης που είχε συνάψει το Γενικό Λογιστήριο με την εν λόγω εταιρεία, δόθηκε στην πορεία σε άλλη εταιρεία, μετά από αίτημα προς την Κεντρική Επιτροπή Αλλαγών.
Σύμφωνα με την ΕΥ, σε απάντηση που έλαβε από το Γενικό Λογιστήριο αναφερόταν ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα με τη σύμβαση. Συγκεκριμένα, η λειτουργός της ΕΥ ανέγνωσε στην Επιτροπή απόσπασμα της απάντησής που είχε λάβει τότε, στην οποία το Γενικό Λογιστήριο «η μεθοδολογία, που ακολουθείται κατά την υλοποίηση του έργου, είναι η μεθοδολογία, που έχει αναπτύξει η ίδια η εταιρεία, για να υλοποιεί τέτοιου είδους έργα, όπως απαιτείται στους όρους του διαγωνισμού».
Ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας, Ανδρέας Αντωνιάδης, σημείωσε κατά την παρέμβασή του στην Επιτροπή ότι η σύμβαση τερματίστηκε τελικά τον Μάρτιο του 2023, αφού διαπιστώθηκε και εγγράφως ότι δεν ήταν σε θέση ο ανάδοχος να εκτελέσει σημαντικό μέρος της σύμβασης. Παράλληλα, όπως είπε, το Γενικό Λογιστήριο προχώρησε σε καταγγελία στη Επιτροπή Αποκλεισμού, προκειμένου η εν λόγω εταιρεία να αποκλειστεί από διαδικασίες προσφορών τόσο στην Κυπριακή Δημοκρατία όσο και στην ΕΕ.
Ο κ. Αντωνιάδης εξήγησε ότι η συγκεκριμένη εταιρεία επιλέχθηκε καθώς ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές του σχεδιασμού του έργου, με σκοπό την κάλυψη και μελλοντικών αναγκών της Δημοκρατίας. Σημείωσε ότι στην καταγραφή των αναγκών και στον καταρτισμό των προδιαγραφών υπήρχε συνεργασία με τη γερμανική Κυβέρνηση, μέσω της οποίας γερμανική κρατική εταιρεία πρόσφερε συμβουλευτικές υπηρεσίες, χωρίς να επιβαρύνεται οικονομικά για τις υπηρεσίες αυτές η Κυπριακή Δημοκρατία, όπως είπε ο κ. Αντωνιάδης.
Πρόσθεσε, εξάλλου, απαντώντας σε επισημάνσεις της έκθεσης της ΕΥ, ότι η αξιολόγηση των προσφορών έγινε με βάση τα κριτήρια του διαγωνισμού και οι προσφορές, που αποκλείστηκαν είχαν σοβαρές αποκλίσεις.
Όσον αφορά τις παρατηρήσεις της ΕΥ για ανοχή προς τις καθυστερήσεις και τις αλλαγές της εταιρείας στη σύμβαση, σημείωσε ότι η υπηρεσία επέδειξε ευελιξία, προκειμένου να εξυπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή την ολοκλήρωση ενός επωφελούς έργου, όπως εξήγησε ο κ. Αντωνιάδης. Παράλληλα, όπως είπε, η υπηρεσία ζήτησε από την εταιρεία περισσότερη φυσική παρουσία της εταιρείας στην Κύπρο, καθώς και συναντήσεις με εκπροσώπους της εταιρείας από την Αμερική σε ανώτατο επίπεδο, ενώ καθόρισε ομάδα τριών συντονιστών αντί ενός.
Ως συνέπεια της ατυχούς εξέλιξης της ανάθεσης του έργου, ο κ. Αντωνιάδης ανέφερε ότι διαπιστώθηκε η ανάγκη για ειδική ομάδα για τη διαχείριση έργων, με εξειδίκευση, εμπειρία, γνώση και ανθρώπους που να μπορεί η υπηρεσία να εμπιστεύεται, ώστε να μη στηρίζεται σε εξωτερικούς συμβούλους. Κατά συνέπεια, όπως είπε, δημιουργήθηκε και η Διεύθυνση Διαχείρισης Έργων, της οποίας επικεφαλής είναι ο Δημήτρης Μαυρομάτης.
Από την πλευρά του ο Διευθυντής Διαχείρισης Έργων, Δημήτρης Μαυρομάτης, ο οποίος είχε αναλάβει και συντονιστής της σύμβασης που τερματίστηκε, ανέφερε στην Επιτροπή ότι το Γενικό Λογιστήριο δεν είχε την ψευδαίσθηση ότι δεν υπήρχαν προβλήματα στο έργο και ότι οι απαντήσεις προς την ΕΥ αφορούσαν συγκεκριμένα ζητήματα για τα οποία είχαν ζητηθεί σχόλια. Σημείωσε, ακόμα, ότι γι’ αυτό τον λόγο άλλαξε και η ομάδα διαχείρισης του έργου και από το Γενικό Λογιστήριο, αλλά και από την εταιρεία, ενώ είχε ζητηθεί και υποστήριξη από νομικό σύμβουλο από το 2020.
Λειτουργός του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ανέφερε στην Επιτροπή ότι μετά τον τερματισμό του έργου ξεκίνησε διαδικασία για να καλυφθεί το κενό και να εξασφαλιστεί άλλο σύστημα διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού. Σημείωσε, εξάλλου, ότι ένα από τα ουσιώδη μέρη της σύμβασης που δεν μπορούσε να εκτελέσει η εταιρεία, όπως ανέφερε γραπτώς, ήταν το κομμάτι της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού, αν και είχε αναλάβει συμβατική υποχρέωση να το εκτελέσει.
Το Γενικό Λογιστήριο βρίσκεται ήδη σε διαδικασία αναβάθμισης του συστήματος, όπως ανέφερε ο κ. Μαυρομάτης, απαντώντας σε ερώτηση της Βουλευτή του ΔΗΣΥ, Ρίτας Σούπερμαν, προχωρώντας με δράσεις μικρότερης έκτασης για αντικατάσταση των συστημάτων σταδιακά και σε επιμέρους φάσεις.
Παρεμβάσεις Βουλευτών
Με παρέμβασή του, ο Βουλευτής του ΔΗΚΟ και Πρόεδρος της Επιτροπής, Ζαχαρίας Κουλίας, ανέφερε ότι το «πάθημα» αυτό θα πρέπει να γίνει μάθημα, υπογραμμίζοντας ότι η υπηρεσία θα πρέπει να διεκδικήσει μέσω της νομικής οδού, αποζημιώσεις ανάλογες της ζημιάς που έχει προκληθεί από την πολυετή καθυστέρηση.
Ο ίδιος, σε δηλώσεις του μετά τη συνεδρίαση, επεσήμανε ότι για το έργο αυτό απασχολήθηκαν λειτουργοί της υπηρεσίας σε υψηλόβαθμες κλίμακες και αναρωτήθηκε πώς μπορεί να έπεσαν έξω τόσοι εξειδικευμένοι λειτουργοί, συμπεραίνοντας ότι «κάποιοι δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους».
«Απασχολήθηκαν 76 υψηλόβαθμα στελέχη της Δημοκρατίας και χάσαμε οχτώ χρόνια για να έχουμε ένα σωστό πρόγραμμα, που θα μας εξοικονομούσε ανθρώπινους πόρους και χρήμα», ανέφερε ο κ. Κουλίας, εκφράζοντας τη δυσφορία της Επιτροπής και διαβεβαιώνοντας ότι θα επανέλθει για το εν λόγω θέμα με νέα συνεδρίαση μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας.
Σε ερώτηση αν υπάρχει διασπάθιση δημοσίου χρήματος, ο κ. Κουλίας είπε ότι «ο χρόνος είναι χρήμα». Εξάλλου, απαντώντας σε άλλη ερώτηση, ανέφερε ότι θα έπρεπε εξαρχής η υπηρεσία να είχε προχωρήσει σε τμηματική αναβάθμιση του συστήματος, κάτι το οποίο εφαρμόζεται σήμερα.
«Αυτή τη στιγμή κάνουμε επικήδειο μίας προσπάθειας που είχε τεράστια σημασία για το κράτος», ανέφερε σε παρέμβασή του ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Χρίστος Χριστοφίδης, επισημαίνοντας το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε. Αναφέρθηκε, ακόμα, στα ποσά που δόθηκαν σε μισθούς όσων εργάστηκαν για το έργο, καθώς και στα ποσά που δόθηκαν σε συμβούλους και εταιρείες. Για τα ποσά που δόθηκαν σε συμβούλους και εταιρείες, ο κ. Μαυρομάτης απάντησε ότι θα διεκδικηθούν μέσω της νομικής οδού.
Ερώτηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο γίνεται έλεγχος κατά πόσο μία ανάδοχος εταιρεία έχει την εμπειρία και το προσωπικό που απαιτούνται για να ανταποκριθεί στην εκτέλεση του έργου, υπέβαλε ο Βουλευτής της ΕΔΕΚ, Ανδρέας Αποστόλου. Ο Διευθυντής Δημόσιων Συμβάσεων του ανέφερε ότι, μεταξύ άλλων, ζητούνται στοιχεία για τα έργα που έχουν γίνει από την εταιρεία, στοιχεία για επικοινωνία με πελάτες ή και επίδειξη δυνατοτήτων και προηγούμενου έργου.
«Έχουμε μπροστά μας μία αποτυχία, αν και υπήρχε το όραμα, έγινε η μελέτη, εξευρέθηκαν οι πόροι», ανέφερε ο Βουλευτής του Κινήματος Οικολόγων, Σταύρος Παπαδούρης, ο οποίος σημείωσε πως το δικαστήριο θα αποφασίσει ποιος είχε την υπαιτιότητα για την αποτυχία αυτή.
Ο κ. Παπαδούρης επανέλαβε στις δηλώσεις του μετά τη συνεδρίαση την επισήμανση που έκανε και στους υπηρεσιακούς του Γενικού Λογιστηρίου, για να υπογραμμίσει τη σοβαρότητα της ζημιάς, λέγοντας ότι, αν το σύστημα αυτό αποτελούσε προϋπόθεση για εκταμίευση κονδυλίου από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η Δημοκρατία θα στερούνταν σημαντικούς πόρους, ενώ θα φαινόταν και αναξιόπιστη ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ο ίδιος ανέφερε ότι πρέπει να υπολογιστούν με ακρίβεια οι αποζημιώσεις, σύμφωνα με το κόστος που είχε η Δημοκρατία, συμπεριλαμβάνοντας και την ζημιά από την έλλειψη του συστήματος, και το κόστος της μελέτης που θα πρέπει να επαναληφθεί για να γίνει εκ νέου το έργο. «Εύχομαι στη νομική υπηρεσία να κερδίσουμε αυτή την υπόθεση, να εξασφαλίσουμε αυτές τις απαιτήσεις, γιατί αν δεν τη κερδίσουμε, την επόμενη φορά που θα έχουμε τη συζήτηση, δεν θα είμαστε τόσο λακωνικοί και τόσο ευγενικοί και θα ζητήσουμε όλες τις ευθύνες που πρέπει να αποδοθούν», κατέληξε, επισημαίνοντας ότι τότε θα υπάρχει διασπάθιση δημόσιου χρήματος.