Ως «σημαντικό παίκτη στην περιοχή» χαρακτήρισε την Κύπρο ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, Άντονι Μπλίνκεν, σε μια ιστορική στιγμή – ορόσημο για τη Λευκωσία. Η εγκαθίδρυση του Στρατηγικού Διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών αναμένεται να επιταχύνει την εμβάθυνση των διμερών σχέσεων, σε μια κρίσιμη –χρονικά– συγκυρία για το γεωπολιτικό σκηνικό.
Όπως αναφέρει μιλώντας στο AlphaNews.Live ο Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, Μιχάλης Κοντός, πρόκειται για μία εξέλιξη που δεν ήρθε απλώς ως αποτέλεσμα έξυπνης διπλωματίας. «Η ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ δεν ήταν επιλογή, ήταν μονόδρομος», εξηγεί αναλύοντας τις παραμέτρους που διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο στην εγκαθίδρυση του Στρατηγικού Διαλόγου, αλλά και τον αντίκτυπο που αυτός θα έχει σε εθνικά ζητήματα αλλά και θέματα ασφάλειας και εξοπλισμού.
Τι σημαίνει πρακτικά η έναρξη Στρατηγικού Διαλόγου με τις ΗΠΑ; Τι σηματοδοτεί αυτό για την Λευκωσία και ποιες είναι οι κύριες στοχεύσεις της;
Η έναρξη του Στρατηγικού Διαλόγου μεταξύ ΗΠΑ-Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ) αποτελεί μια σαφή ένδειξη αναβάθμισης των διμερών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Εν τούτοις, κατά τη γνώμη μου θα ήταν σφάλμα να περιορίσουμε την ανάλυσή μας στη διμερή οπτική. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα καλής θέλησης ή έξυπνης διπλωματίας.
«Ο κρίσιμος παράγοντας που επέτρεψε αυτή την εξέλιξη είναι οι συστημικές ανακατατάξεις που λαμβάνουν χώρα στον κόσμο και την περιοχή μας από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας: η αμερικανική στρατιωτική υποχώρηση από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, η απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση και η ρήξη στις σχέσεις της με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, η ουκρανική κρίση και η συνεχιζόμενη αστάθεια στη Μέση Ανατολή.»
Όλα αυτά έχουν διαμορφώσει συνθήκες παράλληλου βηματισμού μεταξύ ΗΠΑ και Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως συνήθως, ιδιαίτερα σε περιοχές υψηλής γεωπολιτικής έντασης όπως η δική μας, τα μικρά κράτη έχουν πολύ περιορισμένες επιλογές εξωτερικής πολιτικής. Στη δική μας περίπτωση, η ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ δεν ήταν επιλογή, ήταν μονόδρομος εξ αιτίας των συστημικών συνθηκών που ανέφερα πιο πάνω. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή θα μας καθιστούσε εκτεθειμένους έναντι αυτών των δυναμικών, με ενδεχόμενες καταστροφικές συνέπειες. Συνεπώς, η βασική στόχευση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενός μικρού κράτους που αντιμετωπίζει υπαρξιακές απειλές λόγω τεταμένων σχέσεων με ένα πολύ ισχυρότερο κράτος (βλ. Τουρκία) δεν είναι άλλη από την επιβίωση. Η σύμπλευση με μεγάλες δυνάμεις δημιουργεί ένα μαξιλαράκι ασφαλείας, υπό την έννοια ότι αυξάνει το κόστος της επίθεσης για τον επιτιθέμενο, ενώ ταυτόχρονα παρέχει εργαλεία ήπιας εξισορρόπησης. Από την άλλη, θα πρέπει να έχουμε υπόψη και την αμερικανική στόχευση. Τι είναι αυτό που ωθεί την Ουάσιγκτον, σε αυτή τη συγκυρία, να επιδιώξει τη στρατηγική σχέση με τη Λευκωσία; Η απάντηση θεωρώ ότι έχει να κάνει με την ευρύτερη αμερικανική στρατηγική περιορισμού της ρωσικής επιρροής. Το να στοιχίζεται με το βηματισμό της μία χώρα η οποία μέχρι πρότινος θεωρείτο «ρωσικός δούρειος ίππος εντός της ΕΕ», αποτελεί ένα τρόπαιο, μια ένδειξη επιτυχίας της αμερικανικής στρατηγικής.
Πώς μεταφράζεται η συγκεκριμένη εξέλιξη για τα θέματα ασφάλειας και εξοπλισμού της Κύπρου;
Ως γνωστόν, μετά την ψήφιση του νόμου East. Med. Act από το αμερικανικό Κογκρέσο το 2020, έχει τεθεί ο στόχος της σταδιακής άρσης του αμερικανικού εμπάργκο πώλησης όπλων προς την Κυπριακή Δημοκρατία, το οποίο ισχύει από το 1987. Παρά ταύτα, η απ’ ευθείας πώληση αμερικανικών όπλων παραμένει δύσκολη λόγω, αφ’ ενός του καθεστώτος διαρκούς αξιολόγησης της άρσης του εμπάργκο και, αφ’ εταίρου, της ανησυχίας να μην διασαλευθεί η ισορροπία με την Τουρκία.
«Εν τούτοις, η ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ διευκολύνει την Κύπρο να αποκτήσει οπλικά συστήματα από συμμαχικές χώρες των ΗΠΑ, όπως π.χ. το Ισραήλ και η Γαλλία, με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον.»
Η περίπτωση των S-300, όταν δηλαδή η Κυπριακή Δημοκρατία προσπάθησε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 να αποκτήσει το ρωσικό αντιπυραυλικό σύστημα και συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση τόσο της Τουρκίας όσο και των ΗΠΑ, αποτελεί αντίστροφο παράδειγμα που καταδεικνύει την έκταση της γεωστρατηγικής αυτής μεταβολής.
Το παράδειγμα της Ελλάδας, που ήδη έχει ολοκληρώσει τέσσερις γύρους Στρατηγικού Διαλόγου, θα μπορούσε να αποτελέσει συγκριτικό παράδειγμα ή κατευθυντήρια γραμμή;
Η Ελλάδα είναι κράτος μέλος του ΝΑΤΟ και ταυτόχρονα μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη, με σοβαρές δυνατότητες προβολής ισχύος. Συνεπώς, η λογική της εταιρικής αυτής σχέσης είναι διαφορετική. Παρά ταύτα, οι δύο χώρες μαζί, λόγω των ιδιαίτερών τους δεσμών, μπορούν να αποδώσουν ενιαίο στρατηγικό όφελος για τις ΗΠΑ και, ταυτόχρονα, να δρέψουν πολλαπλάσια στρατηγικά οφέλη.
Δεδομένου ότι 13 κράτη – μέλη της Ε.Ε. έχουν εγκαθιδρύσει Στρατηγικό Διάλογο με τις ΗΠΑ, θεωρείτε ότι η συγκεκριμένη εξέλιξη θα μπορούσε να δημιουργήσει νέα δυναμική – προσέγγιση στον διάλογο που αφορά την Κύπρο και το ΝΑΤΟ;
Νομίζω ότι στην περίπτωση της Κύπρου η στρατηγική αυτή σχέση μπορεί να οδηγήσει στο καλύτερο δυνατό σημείο συνεργασίας με τις ΗΠΑ στο οποίο μπορεί να φτάσει ένα κράτος μη μέλος του ΝΑΤΟ.
«Για την Κύπρο η προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ δεν είναι υπαρκτή όσο υπάρχει το κυπριακό πρόβλημα. Ταυτόχρονα, υπάρχουν και εσωτερικά –κυρίως ιδεολογικής φύσεως– εμπόδια.»
Παρά ταύτα, η συμμετοχή σε παρεμφερείς δομές (όπως π.χ. η διαρθρωμένη αμυντική συνεργασία στο πλαίσιο της Ε.Ε.) μπορεί να υποβοηθηθεί αρκετά και να αποδώσει στο πολλαπλάσιο, δεδομένου του στρατηγικού διαλόγου ΗΠΑ-Κύπρου.
Θα μπορούσε –και αν ναι πώς– να συμβάλλει στο θέμα του Κυπριακού;
Η αξιοποίηση αυτής της σχέσης προς την κατεύθυνση της επίλυσης του Κυπριακού θα πρέπει να αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους στόχους στην κυπριακή ατζέντα. Εννοείται ότι οι βασικοί δρώντες στο Κυπριακό είναι η Τουρκία και τα δύο διαπραγματευόμενα μέρη, εν τούτοις η στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ μπορεί να επενεργήσει θετικά προς διάφορες κατευθύνσεις. Αφ’ ενός, παρά την υποχώρηση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων τα τελευταία χρόνια, η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να έχει σημαντικότατη επιρροή και μοχλούς πίεσης επί της Άγκυρας.
«Συνεπώς, αν υπάρχει ένας παίχτης που μπορεί να ασκήσει πίεση στην Τουρκία για να προβεί στις απαραίτητες συναινέσεις για την επίλυση του Κυπριακού αυτός είναι οι ΗΠΑ.»
Αφετέρου, ως ελληνοκυπριακή πλευρά έχουμε πικρή πείρα από διεθνείς πιέσεις που ασκήθηκαν προς εμάς, αντί προς την άλλη πλευρά, για υποχωρήσεις στο Κυπριακό. Εδώ μπορούμε να κεφαλαιοποιήσουμε την νέα αυτή στρατηγική σχέση, διασφαλίζοντας ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν θα δεχθεί πιέσεις για υποχωρήσεις επί των κόκκινων γραμμών της, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν. Κάτι τέτοιο παρέχει διαπραγματευτική ισχύ και περιθώριο ελιγμών στη Λευκωσία, νοουμένου φυσικά ότι κάνει όλες τις δυνατές προσπάθειες για ευόδωση του διαλόγου.