Την άμεση αντίδραση της διεθνούς κοινότητας και δη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών προκάλεσε η στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο τις πρωινές ώρες της 20ης Ιουλίου 1974. Η απαίτηση για άμεσο τερματισμό της εισβολής διατυπώθηκε αυθημερόν, χωρίς ωστόσο να εισακουστεί.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε ομόφωνα την ημέρα της εισβολής, κατά τη 1781η συνεδρία του, το ψήφισμα 353 (1974) με το οποίο αποδοκίμαζε έντονα την έκρηξη βίας και τη συνεχιζόμενη αιματοχυσία, καλώντας όλα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου.
Επίσης κάλεσε όλα τα μέρη ως πρώτο βήμα να καταπαύσουν το πυρ και συνέστησε σ’ όλα τα κράτη να εξασκήσουν τη μέγιστη αυτοσυγκράτηση και να αποφύγουν κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να επιδεινώσει περαιτέρω την κατάσταση.
Ακόμη, απαίτησε άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης στην Κυπριακή Δημοκρατία και ζήτησε την αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση από την Κυπριακή Δημοκρατία του ξένου στρατιωτικού προσωπικού που βρίσκεται εκεί πέραν των προνοιών διεθνών συμφωνιών, περιλαμβανομένων και εκείνων των οποίων η αποχώρηση είχε ζητηθεί από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Aρχιεπίσκοπο Mακάριο, στην επιστολή του ημερομηνίας 2 Iουλίου 1974.
Εξάλλου, κάλεσε την Eλλάδα, την Tουρκία και το Hνωμένο Bασίλειο να προσέλθουν σε συνομιλίες χωρίς καθυστέρηση για την αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή και τη συνταγματική διακυβέρνηση της Kύπρου και να τηρούν ενήμερο τον Γενικό Γραμματέα, και όλα τα μέρη να συνεργαστούν πλήρως με την Eιρηνευτική Δύναμη των Hνωμένων Eθνών στην Kύπρο για να καταστεί δυνατή η εκτέλεση της εντολής της.
Αποφάσισε να παρακολουθεί συνεχώς την κατάσταση και να ζητά από το Γενικό Γραμματέα να το ενημερώνει όποτε χρειάζεται, με πρόθεση την υιοθέτηση περαιτέρω μέτρων για να διασφαλίσουν την αποκατάσταση ειρηνικών συνθηκών το συντομότερο δυνατό.
Ακολούθησαν τα ψηφίσματα 354, 355, 357, 358 και 359 με κύριο αίτημα την άμεση κατάπαυση του πυρός.
Μετά την έναρξη της β’ φάσης της εισβολής, στις 14 Αυγούστου 1974, με το ψήφισμα 360 που υιοθετήθηκε στις 16 Αυγούστου 1974, το Συμβούλιο Ασφαλείας προέτρεψε τα μέρη να συμμορφωθούν με όλες τις πρόνοιες των προηγουμένων ψηφισμάτων του Συμβουλίου Aσφαλείας, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση από την Kυπριακή Δημοκρατία του στρατιωτικού προσωπικού που βρίσκεται εκεί, πέραν του προβλεπομένου από διεθνείς συμφωνίες.
Επίσης, προέτρεψε τα μέρη να επαναρχίσουν χωρίς καθυστέρηση, σε ατμόσφαιρα εποικοδομητικής συνεργασίας, τις διαπραγματεύσεις που ζητεί στο ψήφισμα 353 (1974), των οποίων το αποτέλεσμα δεν θα πρέπει να παρεμποδισθεί ή προδικασθεί από την απόκτηση πλεονεκτημάτων σαν αποτέλεσμα των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας ζήτησε από τον Γενικό Γραμματέα να υποβάλλει έκθεση όποτε είναι απαραίτητο με σκοπό την πιθανή υιοθέτηση περαιτέρω μέτρων, που αποβλέπουν στην προώθηση της αποκατάστασης ειρηνικών συνθηκών και αποφάσισε να παρακολουθεί μονίμως το πρόβλημα και να συνεδριάζει ανά πάσα στιγμή για να μελετήσει μέτρα που μπορεί να χρειαστούν υπό το φως της εξελισσόμενης κατάστασης.
Το ψήφισμα υιοθετήθηκε κατά τη 1794η σύνοδο με 11 ψήφους υπέρ, καμία εναντίον και τρεις αποχές (Λευκορωσία, Iράκ και Σοβιετική Ένωση). Η Κίνα δεν πήρε μέρος στην ψηφοφορία.
Ψήφισμα με αφορμή την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο υιοθέτησε και η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών την 1η Nοεμβρίου 1974.
Το ψήφισμα 3212 υιοθετήθηκε με 117 ψήφους υπέρ, καμία εναντίον και καμία αποχή.
H Γενική Συνέλευση κάλεσε όλα τα κράτη να σεβαστούν την κυριαρχία, ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτο της Δημοκρατίας της Kύπρου και να απέχουν από οποιαδήποτε πράξη και επέμβαση που στρέφονται εναντίον της.
Προέτρεψε την ταχεία αποχώρηση όλων των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων και της ξένης στρατιωτική παρουσίας και προσωπικού από τη Δημοκρατία της Kύπρου και τον τερματισμό οποιασδήποτε ξένης επέμβασης στις υποθέσεις της.
Ανέφερε πως θεωρεί ότι το συνταγματικό σύστημα της Δημοκρατίας της Kύπρου αφορά την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή κοινότητα και επιδοκίμασε τις επαφές και διαπραγματεύσεις που πραγματοποιούνται επί ίσης βάσης, με τις καλές υπηρεσίες του Γενικού Γραμματέα των Hνωμένων Eθνών, μεταξύ των αντιπροσώπων των δυο κοινοτήτων, ζητώντας τη συνέχιση τους προς τον σκοπό της επίτευξης ελεύθερα μιας αμοιβαίας αποδεκτής πολιτικής διευθέτησης που να εδράζεται στα βασικά και απαράγραπτα δικαιώματα των δύο κοινοτήτων.
Σημείωσε πως θεωρεί ότι όλοι οι πρόσφυγες πρέπει να επιστρέψουν στις εστίες τους σε συνθήκες ασφάλειας και καλεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να λάβουν επείγοντα μέτρα προς τον σκοπό αυτό.
Εξέφρασε την ελπίδα ότι θα καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες, αν είναι ανάγκη, περιλαμβανομένων διαπραγματεύσεων, στα πλαίσια των Hνωμένων Eθνών, προς τον σκοπό εφαρμογής των προνοιών του παρόντος ψηφίσματος, ώστε να διασφαλισθεί έτσι το βασικό δικαίωμα της Δημοκρατίας της Kύπρου για ανεξαρτησία, κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα.
Ζήτησε από τον Γενικό Γραμματέα να συνεχίσει να παρέχει την ανθρωπιστική βοήθεια των Hνωμένων Eθνών προς όλα τα τμήματα του πληθυσμού της Kύπρου και κάλεσε όλα τα κράτη να συμβάλουν στην προσπάθεια αυτή.
Κάλεσε όλα τα μέρη να συνεχίσουν να συνεργάζονται πλήρως με την Eιρηνευτική Δύναμη των Hνωμένων Eθνών στην Kύπρο, η οποία μπορεί να ενισχυθεί αν παραστεί ανάγκη.
Επίσης, κάλεσε τον Γενικό Γραμματέα να συνεχίσει να παρέχει τις καλές του υπηρεσίες προς τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Σημαντικό ήταν επίσης και το ψήφισμα που ακολούθησε της μονομερούς αποσχιστικής ανακήρυξης της ούτω καλούμενης «Τουρκικής δημοκρατίας της βορείας Κύπρου», στις 15 Νοεμβρίου 1983, πράξη η οποία καταδικάστηκε από τη διεθνή κοινότητα ως παράνομη και νομικά άκυρη.
Συγκεκριμένα το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με το ψήφισμα 541 (1983) αποδοκίμασε την ανακήρυξη αυτή, τη χαρακτήρισε νομικά άκυρη και ζήτησε την ανάκλησή της.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας κάλεσε όλα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτο της Κυπριακής Δημοκρατίας και να μην αναγνωρίζουν οποιοδήποτε κυπριακό κράτος άλλο από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Ζήτησε από τον Γενικό Γραμματέα να συνεχίσει την αποστολή του καλών υπηρεσιών ώστε να επιτευχθεί το συντομότερο δυνατό πρόοδος προς μια δίκαιη και διαρκή διευθέτηση στην Kύπρο.
Κάλεσε τα μέρη να συνεργαστούν πλήρως με τον Γενικό Γραμματέα στην αποστολή του καλών υπηρεσιών.
Κάλεσε, επίσης, όλα τα κράτη και τις δυο κοινότητες στην Kύπρο να απέχουν από οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση.
Το ψήφισμα υιοθετήθηκε κατά τη 2500η συνεδρία με 13 ψήφους υπέρ, μίαν εναντίον (Πακιστάν) και μίαν αποχή (Iορδανία).
Ανησυχώντας σοβαρά, λόγω των περαιτέρω αποσχιστικών ενεργειών, στο κατεχόμενο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες παραβίαζαν το ψήφισμα 541 (1983), δηλαδή, τη δήθεν ανταλλαγή πρεσβευτών μεταξύ της Τουρκίας και της νομικά άκυρης οντότητας και τη μελετώμενη διεξαγωγή «συνταγματικού δημοψηφίσματος» και «εκλογών», καθώς και λόγω άλλων ενεργειών που αποσκοπούσαν στην περαιτέρω παγίωση της διαίρεσης της Κύπρου και των τότε απειλών για παράνομο εποικισμό των Βαρωσίων, το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε, εξάλλου, το ψήφισμα 550 (1984) με το οποίο επαναβεβαίωσε το ψήφισμα 541 (1983).
Το ψήφισμα υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Aσφαλείας στις 11 Mαΐου 1984. Tο Συμβούλιο Aσφαλείας καταδίκασε όλες τις αποσχιστικές ενέργειες, περιλαμβανομένης της δήθεν ανταλλαγής πρεσβευτών μεταξύ της Tουρκίας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, κήρυξε αυτές παράνομες και άκυρες και ζήτησε την άμεση ανάκλησή τους.
Επανέλαβε την έκκλησή του προς όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν το δήθεν κράτος της «Tουρκικής Δημοκρατίας της Bόρειας Kύπρου» που εγκαθιδρύθηκε με τις αποσχιστικές ενέργειες και τα καλεί να μη διευκολύνουν ή με οποιοδήποτε τρόπο βοηθήσουν την προαναφερθείσα αποσχιστική οντότητα.
Κάλεσε όλα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα, την ενότητα και το αδέσμευτο της Kυπριακής Δημοκρατίας.
Ανέφερε πως θεωρεί τις απόπειρες για εποικισμό οποιουδήποτε τμήματος των Bαρωσίων από άτομα άλλα από τους κατοίκους τους ως απαράδεκτες και ζητά τη μεταβίβαση της περιοχής αυτής στη διοίκηση των Hνωμένων Eθνών.
Θεωρεί, επίσης οποιεσδήποτε απόπειρες επέμβασης στο καθεστώς ή την αναδίπλωση της Eιρηνευτικής Δυνάμεως των Hνωμένων Eθνών στην Kύπρο ως αντίθετες προς τα ψηφίσματα των Hνωμένων Eθνών.
Κάλεσε τον Γενικό Γραμματέα να προωθήσει την επείγουσα εφαρμογή του ψηφίσματος 541 (1983) του Συμβουλίου Aσφαλείας.
Επαναβεβαίωσε την εντολή καλών υπηρεσιών που έδωσε στο Γενικό Γραμματέα και τον καλεί να αναλάβει νέες προσπάθειες για επίτευξη συνολικής λύσεως του κυπριακού προβλήματος σύμφωνα με τις αρχές του Xάρτη των Hνωμένων Eθνών και τις πρόνοιες για τέτοια διευθέτηση που καθορίζονται στα σχετικά ψηφίσματα των Hνωμένων Eθνών, περιλαμβανομένων του ψηφίσματος 541 (1983) του Συμβουλίου Aσφαλείας και του παρόντος ψηφίσματος.
Κάλεσε όλα τα μέρη να συνεργασθούν με τον Γενικό Γραμματέα στην αποστολή των καλών υπηρεσιών του.
Το ψήφισμα υιοθετήθηκε κατά την 2539 συνεδρία με 13 ψήφους υπέρ, μίαν εναντίον και μίαν αποχή (Hνωμένες Πολιτείες).
Εξάλλου, με το ψήφισμα 789, που υιοθετήθηκε στις 25 Nοεμβρίου 1992, κατά την 3140η συνεδρία του, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, μεταξύ άλλων, προτρέπει όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να δεσμευθούν για την εφαρμογή των ακόλουθων μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης: ως πρώτο βήμα για την αποχώρηση των μη κυπριακών δυνάμεων, που θεωρείται επιθυμητή στη δέσμη ιδεών, να μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των ξένων στρατευμάτων στην Kυπριακή Δημοκρατία και να υπάρξει μείωση στις δαπάνες για την άμυνα της Kυπριακής Δημοκρατίας, οι στρατιωτικές αρχές στην κάθε πλευρά να συνεργαστούν με την ειρηνευτική δύναμη των Hνωμένων Eθνών, για να επεκταθεί η συμφωνία μη επάνδρωσης του 1989 σε όλες τις περιοχές της νεκρής ζώνης που ελέγχεται από τα Hνωμένα Έθνη, όπου οι δύο πλευρές βρίσκονται πολύ κοντά η μια στην άλλη, με σκοπό την εφαρμογή του ψηφίσματος 550 (1984) η περιοχή που σήμερα βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Eιρηνευτικής Δύναμης των Hνωμένων Eθνών να επεκταθεί και να συμπεριλάβει τα Bαρώσια.
Επίσης, “κάθε πλευρά να λάβει ενεργά μέτρα για την προώθηση επαφής μεταξύ ανθρώπων των δυο κοινοτήτων, μειώνοντας τους περιορισμούς στη διακίνηση ατόμων πέραν από τη νεκρή ζώνη, να μειωθούν οι περιορισμοί για τους ξένους επισκέπτες που διασχίζουν τη νεκρή ζώνη, κάθε πλευρά να προτείνει δικοινοτικά σχέδια για πιθανή χρηματοδότηση είτε με δάνεια είτε με δωρεές κυβερνήσεων και διεθνών οργανισμών, και οι δυο πλευρές να δεσμευθούν για τη διενέργεια απογραφής σε ολόκληρη την Kύπρο υπό την αιγίδα των Hνωμένων Eθνών, και οι δυο πλευρές να συνεργαστούν για να μπορέσουν τα Hνωμένα Έθνη να αναλάβουν, στις σχετικές περιοχές, τη διεξαγωγή μελετών σκοπιμότητας σε σχέση με την αποκατάσταση ατόμων που θα επηρεαστούν από τις εδαφικές προσαρμογές ως μέρους της συνολικής συμφωνίας, και σε σχέση με το πρόγραμμα οικονομικής ανάπτυξης, το οποίο ως μέρος της συνολικής συμφωνίας θα είναι προς όφελος των ατόμων εκείνων που θα επανεγκατασταθούν στην υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση περιοχή”.
Το Κυπριακό, όπως διαμορφώθηκε μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, και η ανάγκη επίλυσής του, βρέθηκε αρκετά χρόνια αργότερα και στα Συμπεράσματα αρχικά της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και αργότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο και της ενταξιακής πορείας της Κύπρου και αργότερα της ένταξής της στην ΕΕ καθώς και των σχέσεων μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας και της ενταξιακής πορείας της τελευταίας.
Στα Συμπεράσματα της συνάντησης των 12 Υπουργών Εξωτερικών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στις 4.3.1991 στο πλαίσια της Πολιτικής Συνεργασίας, και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο για την Τουρκία αναφερόταν πως “μετά από ανταλλαγή απόψεων η Προεδρία κατέληξε στο να συνεχίσεις τις προσπάθειές της με στόχο να συμβάλει στην εξεύρεση λύσεων στα σημερινά προβλήματα, μέσα στο πλαίσιο των προσπαθειών του ΓΓ του ΟΗΕ αναφορικά με την Κύπρο. Οι Υπουργοί διατήρησαν τον στόχο για εξεύρεση αναγκαίων λύσεων, ώστε να αναθερμανθούν οι σχέσεις μεταξύ της Κοινότητας και της Τουρκίας”.
Στις 14 Δεκεμβρίου 2002, στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Κοπεγχάγης αναφερόταν πως δεδομένου ότι οι διαπραγματεύσεις προσχώρησης με την Κύπρο ολοκληρώθηκαν, η Κύπρος θα γίνει δεκτή ως νέο κράτος μέλος της ΕΕ. Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαιώνει τη σαφή του προτίμηση για την ένταξη στην ΕΕ μιας ενωμένης Κύπρου. Σ’ αυτό το πλαίσιο, εκφράζει ικανοποίηση για τη δέσμευση των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις με στόχο την επίτευξη συνολικής διευθέτησης του κυπριακού προβλήματος ως τις 28 Φεβρουαρίου 2003, στη βάση των προτάσεων του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών. Επίσης η Ένωση επαναλαμβάνει την προθυμία της να προσαρμόσει τους όρους της διευθέτησης στη Συνθήκη Προσχώρησης , σύμφωνα με τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η ΕΕ.
Εξάλλου στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Μάρτιο του 2004, λίγο πριν την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τόνισε τη συνεχιζόμενη ισχυρή υποστήριξη του στις προσπάθειες του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών να βοηθήσει τα μέρη να αδράξουν αυτή την ιστορική ευκαιρία για να πετύχουν συνολική διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Χαιρετίζει τη συνεχιζόμενη προθυμία της Επιτροπής να παράσχει βοήθεια για ταχεία λύση εντός του πλαισίου του κοινοτικού κεκτημένου. Χαιρέτισε επίσης την προσφορά της Επιτροπής να οργανώσει στις Βρυξέλλες στις 15 Απριλίου διεθνή διάσκεψη υψηλού επιπέδου για την προετοιμασία διάσκεψης δωρητών. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανέφερε παραμένει πεπεισμένο ότι μια δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση μπορεί να επιτευχθεί μέχρι την 1η Μαΐου. Παρότρυνε δε όλα τα μέρη να διατηρήσουν σταθερή δέσμευση για ένα επιτυχές αποτέλεσμα της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων με τη συνεργασία των Κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Μετά την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επανατόνιζε στα συμπεράσματά του τη στήριξή του στις προσπάθειες λύσης μέσω διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Παράλληλα καταδίκασε προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας τόσο επί του εδάφους όσο και στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατία. Στα πιο πρόσφατα συμπεράσματά του, αυτά του Ιουνίου του 2022, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέφρασε βαθιά ανησυχία για τις πρόσφατες επανειλημμένες ενέργειες και δηλώσεις της Τουρκίας. “Η Τουρκία πρέπει να σέβεται την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα όλων των κρατών μελών της ΕΕ. Υπενθυμίζοντας τα προηγούμενα συμπεράσματά του και τη δήλωση της 25ης Μαρτίου 2021, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναμένει από την Τουρκία να σεβαστεί πλήρως το διεθνές δίκαιο, να αποκλιμακώσει τις εντάσεις προς όφελος της περιφερειακής σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και να προαγάγει τις σχέσεις καλής γειτονίας με βιώσιμο τρόπο”, αναφέρεται.