Στη χώρα μας υπάρχει κρίση σε θέματα Θεσμών και Αξιών και “για να αντιμετωπίσουμε και να μειώσουμε κατά το δυνατό αυτή την κρίση θα πρέπει να απαμβλύνουμε τη μάστιγα της διαφθοράς και της διαπλοκής και να εντοπίσουμε κατ’ αρχάς τους λόγους που την προκαλούν και τους λόγους που την υποθάλπουν και τη διαιωνίζουν”, δήλωσε ο τέως Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης, προσθέτοντας ότι «την πραγματική δύναμη» στον αγώνα κατά της διαφθοράς την έχει ο κόσμος και «θα πρέπει κάποτε να ορθώσει ανάστημα και να αξιοποιήσει αυτή του τη δύναμη».
Σε εισήγηση του στην εκδήλωση του Κυπριακού Κέντρου Μελετών και του Ινστιτούτου Ελληνικού Πολιτισμού «Θεσμοί και αξίες στην Κύπρο», που έγινε το βράδυ της Δευτέρας στο Πολιτιστικό Κέντρο Ιεράς Μονής Κύκκου, Αρχάγγελος στη Λευκωσία, ο κ. Κληρίδης είπε ότι «πολύ σοβαροί παράγοντες οι οποίοι εκτρέφουν, υποθάλπουν και διαιωνίζουν τη διαφθορά και τη διαπλοκή, είναι και η απάθεια, η ανοχή και η αδιαφορία των πολιτών και των οργανωμένων τους συνόλων», προσθέτοντας ότι «η πιο ενεργός συμμετοχή των πολιτών στον αγώνα κατά της διαφθοράς είναι απαραίτητη και πρέπει έντονα να ενθαρρύνεται».
Ο κ. Κληρίδης είπε ότι «δεν μπορεί να κοπτώμεθα όλοι εναντίον της διαφθοράς, να βλέπουμε και να διαπιστώνουμε τι γίνεται γύρω μας, πού γίνεται και από ποιους και να σφυρίζουμε αδιάφορα, ή έστω απλά να εγκωμιάζουμε τους πολέμιους της».
«Δεν μπορεί να αναμένουμε τα πάντα να τα αναλαμβάνουν άλλοι, μήπως και έχουμε εμείς κάποιο κόστος, δεν μπορεί να συνεχίσουμε να ψηφίζουμε και να εκλέγουμε σε θέσεις εξουσίας πρόσωπα που εμπλέκονται στη διαφθορά, επειδή πιστεύουμε ότι όλοι το ίδιο είναι ή, επειδή οι άλλοι είναι ακόμα χειρότεροι και ότι τίποτε δεν μπορούμε εμείς να κάνουμε», πρόσθεσε.
Σημείωσε ότι «χωρίς την ουσιαστική και έμπρακτη στήριξη και πίεση των πολιτών, χωρίς την έντονη δράση και αντίδραση τους, τίποτε το σημαντικό δεν μπορεί να επιτευχθεί».
Είπε ακόμη ότι «τόσο δημόσια, όσο και ιδιωτικά, όλοι ανεξαιρέτως (πολιτικά – κομματικά στελέχη, οργανωμένα σύνολα, μη κυβερνητικές οργανώσεις, απλοί πολίτες) τάσσονται αναφανδόν υπέρ της, με κάθε τρόπο, πάταξης της διαφθοράς και της διαπλοκής».
«Αφ΄ης όμως στιγμής η πορεία της αποκάλυψης, της εξιχνίασης και της δίωξης αγγίζει οποιοδήποτε πρόσωπο ή οποιαδήποτε πρόσωπα του δικού τους ζωτικού χώρου, είτε πολιτικού χώρου, είτε συγγενικού, είτε φιλικού, οι διακηρύξεις, τα μεγάλα λόγια και η στήριξη προς τους διώκτες, αμέσως παύουν», ανέφερε και πρόσθεσε ότι «σε πλείστες δε περιπτώσεις, η πλήρης στήριξη προς αυτούς που μάχονται ενάντια στη διαφθορά, όχι απλώς τερματίζεται, αλλά μετατρέπεται κάποτε και σε ανοικτή πολεμική εναντίον τους, ή σε συγκεκαλυμμένη υπόσκαψη του έργου ή του προσώπου τους».
Επίσης, ο τέως Γενικός Εισαγγελέας είπε ότι «έχει δυστυχώς καλλιεργηθεί στη χώρα μας μια νοοτροπία ή μια εσφαλμένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία οι επιλήψιμες πράξεις, αποφάσεις ή παραλείψεις πολιτικών προσώπων, για να έχουν σοβαρές ή οποιεσδήποτε επιπτώσεις σε εκείνους οι οποίοι τις διαπράττουν, θα πρέπει να είναι ποινικά κολάσιμες, να συνιστούν δηλαδή ποινικά αδικήματα τα οποία μάλιστα να μπορούν να στοιχειοθετηθούν ενώπιον των δικαστηρίων».
Πρόσθεσε ότι «η πολιτική ευθύνη και η υποχρέωση ανάληψης της, μπαίνουν πάντα σε πολύ υποδεέστερη μοίρα και κάποτε παραγνωρίζονται πλήρως» και «στην καλύτερη δε των περιπτώσεων, δημιουργείται κάποιο κλίμα ικανοποίησης του περί δικαίου αισθήματος των πολιτών από το γεγονός ότι ο υπαίτιος απλά και μόνο φραστικά αναλαμβάνει την ευθύνη, χωρίς όμως ούτε να παραιτηθεί από τη θέση του, ούτε να απομακρυνθεί, ούτε και να υποστεί οποιαδήποτε άλλη επίπτωση».
Αναφερόμενος στους λόγους, που προκαλούν τη μάστιγα της διαφθοράς και της διαπλοκής, ο κ. Κληρίδης είπε ότι αυτοί μεταξύ άλλων είναι η ανθρώπινη απληστία και η ροπή, η έφεση προς το εύκολο, το γρήγορο κέρδος και η καλλιέργεια κουλτούρας ως προς την αξία και σημασία του χρήματος, η οικονομική κρίση και η κρίση αρχών και αξιών, η δημιουργία τέτοιων συνθηκών που εύκολα να μπορούν να τύχουν κατάχρησης και εκμετάλλευσης από πρόσωπα για ίδιο όφελος. (Χρηματιστήριο, Επενδυτικό Πρόγραμμα – κατ΄εξαίρεση Πολιτογραφήσεις), η έλλειψη αποτελεσματικών εποπτικών και ερευνητικών ελέγχων, η αναξιοκρατία, οι ανεπαρκείς νομοθετικές ρυθμίσεις, η διαχρονική ανοχή, απάθεια, αδιαφορία και έλλειψη αντίδρασης των πολιτών που μπορούν να ασκήσουν μεγάλη πίεση για λήψη μέτρων και η ανεπαρκής τιμωρία εμπλεκομένων προσώπων.
Επιπλέον, ο τέως Γενικός Εισαγγελέας είπε ότι στη διάρκεια της θητείας του την κρίσιμη περίοδο μεταξύ 2013 – 2020 και σύμφωνα και με την Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Κατάσταση του Κράτους Δικαίου στην ΕΕ για το 2020 σε σχέση με εγκλήματα διαφθοράς, από το 2013 μέχρι το 2018, διερευνήθηκαν στην Κύπρο συνολικά πέραν των 120 υποθέσεων διαφθοράς στο δημόσιο βίο και καταδικάστηκαν την ίδια περίοδο για τη διάπραξη τέτοιας φύσεως αδικημάτων 37 συνολικά δημόσια πρόσωπα εκ των οποίων οι 12 περιπτώσεις αφορούσαν καταδικαστικές αποφάσεις για διαφθορά σε υψηλά αξιώματα του κράτους (βουλευτές, Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας στον ουσιώδη χρόνο για φοροδιαφυγή, Δήμαρχος για δεκασμό σε σχέση με δημόσιες συμβάσεις, Δημοτικά Συμβούλια, τέως Δήμαρχος, υψηλόβαθμοι κυβερνητικοί ιατροί για δωροληψία, υψηλόβαθμοι ακαδημαϊκοί κρατικού πανεπιστημίου για διαφθορά, κοινοτάρχες, λειτουργοί του Κτηματολογίου και άλλοι».
«Έκτοτε βέβαια, στον μακρύ κατάλογο των διερευνώμενων περιπτώσεων, έχουν προστεθεί πλείστα άλλα αδικήματα διαφθοράς, όπως αυτά που σχετίζονται με το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα (Χρυσά Διαβατήρια), κατάρρευση του Συνεργατισμού, διαχείριση Τουρκοκυπριακών περιουσιών και τόσα άλλα», πρόσθεσε.
Ανέφερε ότι «αυτά τα δειγματοληπτικά στοιχεία έχουν ως αποτέλεσμα αναπόφευκτα και δικαιολογημένα να τρωθεί το περί δικαίου αίσθημα των πολιτών και να επικρατήσουν αισθήματα ανασφάλειας, δυσπιστίας και καχυποψίας έναντι των πάντων» και «ταυτόχρονα, αυξήθηκε κατακόρυφα ο βαθμός απαξίωσης προς τους πολιτικούς, τους κομματικούς και τους οικονομικούς παράγοντες αλλά και προς κάθε θεσμό του κράτους, με τον κόσμο να θεωρεί ότι όλοι αυτοί συλλογικά και συλλήβδην με τον ένα ή άλλο τρόπο, με πράξεις ή παραλείψεις τους συνέβαλαν στην πραγματικά απογοητευτική εικόνα την οποία παρουσιάζει το όλο πολιτικό μας οικοδόμημα και δυστυχώς προκάλεσαν και τον διασυρμό του ονόματος της χώρας μας στην Ευρώπη και διεθνώς».
Ο κ. Κληρίδης είπε ακόμη ότι «το καθήκον λήψης αποτελεσματικών μέτρων πάταξης της διαφθοράς και της διαπλοκής δεν εξικνείται στον καταρτισμό και στη θέσπιση ικανοποιητικής νομοθεσίας», προσθέτοντας ότι «το μεγαλύτερο βάρος πρέπει να αποδίδεται στην επιτήρηση και εποπτεία της αυστηρής εφαρμογής της νομοθεσίας και ασφαλώς στην καλή διερεύνηση και εξιχνίαση ενδεχόμενων παραβιάσεων προνοιών της», μέσω «στενότερης και αγαστής συνέργειας των εμπλεκομένων υπηρεσιών».
Αναφερόμενος στο τι θα μπορούσε λοιπόν να γίνει, όχι τόσο προς το σκοπό της πάταξης αλλά κυρίως της αποτροπής του φαινομένου της διαφθοράς και της διαπλοκής, ο κ. Κληρίδης είπε ότι κατ’ αρχάς πρέπει να αναγνωρισθεί ότι ένας εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας είναι η εμπιστοσύνη την οποία απαραίτητα θα πρέπει να τρέφουν οι πολίτες προς τους θεσμούς του κράτους και πρόσθεσε πως «αυτή η εμπιστοσύνη δεν παραχωρείται ούτε με νόμους ούτε με κανονισμούς, αλλά κερδίζεται από τους ίδιους τους θεσμούς στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους».
«Οι δημόσιες θέσεις δεν πληρούνται ούτε προς ικανοποίηση πολιτικών επιδιώξεων ούτε ως αντάλλαγμα υπηρεσιών που έχουν προσφερθεί, ή προεκλογικών δεσμεύσεων που είχαν αναληφθεί», πρόσθεσε.
Ανέφερε ότι θα πρέπει να ενδυναμωθεί ο βαθμός ανεξαρτησίας και αυτονομίας υπηρεσιών, σωμάτων, αρχών και οργάνων που ασχολούνται με το έργο της πρόληψης και της πάταξης της διαφθοράς και πρόσθεσε πως «η αυτονόμηση και πλήρης ανεξαρτησία των δημοσίων κατηγόρων προέχει».
Ανέφερε επίσης ότι θα πρέπει να ενισχυθεί ο εποπτικός έλεγχος ΜΜΕ ιδιωτικών συμφερόντων και να ενισχυθεί η διαφάνεια αναφορικά με τη διακρίβωση της πραγματικής ιδιοκτησίας τους ή ακόμα του πραγματικού ελέγχου τους, ενώ σε σχέση με την κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση, ο κ. Κληρίδης είπε ότι «σε καμμιά περίπτωση αυτή θα πρέπει να είναι εξαρτώμενη οικονομικά ή άλλως πως από την εκτελεστική εξουσία, για ευνόητους λόγους αντικειμενικότητας και αμεροληψίας».
Αναφορικά με τη Νομοθετική εξουσία, ο κ. Κληρίδης «απαραίτητα και άμεσα θα πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα που θα οδηγήσουν σε περισσότερη διαφάνεια ως προς τα θέματα των οικονομικών χορηγιών και συναλλαγών πολιτικών κομμάτων και μελών της Βουλής» και πρόσθεσε πως «η αποφυγή θεσμοθέτησης ενός ικανοποιητικού και αποτελεσματικού Πόθεν Έσχες και η υιοθέτηση ημιμέτρων θα πρέπει να τερματιστεί».
Σε σχέση με τη δικαστική εξουσία, ο κ. Κληρίδης είπε ότι «το μεγαλύτερο πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζει είναι οι πολύ μεγάλες καθυστερήσεις στην εκδίκαση υποθέσεων», κυρίως αστικής φύσεως υποθέσεων.
«Προς απάμβλυνση της απαράδεκτης αυτής κατάστασης πραγμάτων, θα πρέπει οι μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη να επεκταθούν και στα επαρχιακά δικαστήρια, στην πρωτοβάθμια δηλαδή δικαιοδοσία εκδίκασης υποθέσεων, όπου διαπιστώνονται και τα σοβαρότερα προβλήματα», κατέληξε.
Εξάλλου, σε χαιρετισμό του ο Πρόεδρος του ΙΕΠ Ξενής Ξενοφώντος είπε ότι «είναι ηλίου φαεινότερο πως το αξιακό σύστημα στην Κύπρο βρίσκεται στο χείλος της αβύσσου» και «οι θεσμοί και οι αξίες καταρρακώνονται καθημερινά», ενώ «το πολιτικό σύστημα και η συντεταγμένη πολιτεία αδυνατούν ή δεν θέλουν να πάρουν τα ενδεδειγμένα μέτρα ανασυγκρότησης».
«Το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης νοσεί βαθύτατα. Ο πολιτικός πολιτισμός βρίσκεται σε νηπιακή ηλικία, ενώ η πολιτική ευθιξία είναι μονίμως εκλιπούσα», πρόσθεσε.
Ανέφερε ότι «οι κραυγαλέες περιπτώσεις, να μην καταδικάζονται Πρόεδροι Δημοκρατίας ή Υπουργοί ή βουλευτές ή άλλα εκτεθειμένα πολιτικά πρόσωπα, με τη γελοιωδέστατη δικαιολογία της πολιτικής ασυλίας, αποτελεί βαθύ τραύμα του δημοκρατικού πολιτεύματος και ισχυρό πλήγμα στο κράτος δικαίου».
Επίσης, ο κ. Ξενοφώντος είπε ότι «επιβάλλεται συνταγματική αναθεώρηση και επανίδρυση του κράτους με σκοπό την οικοδόμηση δίκαιης πολιτείας» και απαιτείται ο διαχωρισμός των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα, η θεσμοθέτηση δικλείδων, ώστε να ξηλωθεί η ασύδοτη κομματοκρατία και να εξαλειφθεί η δύναμη της προεδρικής μονοκρατορίας, η εφαρμογή οδικού χάρτη με σαφή στρατηγική για εδραίωση συνθηκών Ισοπολιτείας και Χρηστής Διοίκησης και η εισαγωγή μέτρων για συστηματική προαγωγή του Πολιτικού Πολιτισμού και στοχευμένη διδασκαλία της Αγωγής του Πολίτη σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Εξάλλου, στην ομιλία του, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Πολιτικού Πολιτισμού του Ινστιτούτου Ελληνικού Πολιτισμού (ΙΕΠ) Μιχάλης Μιχαηλίδης είπε ότι η κρίση θεσμών και αξιών στην Κύπρο βρίσκεται εδώ και αρκετά χρόνια σε μια νοσηρή κατάσταση και πρόσθεσε πως «οι θεσμοί έχουν τρωθεί στην εμπιστοσύνη των πολιτών».
«Ζούμε δυστυχώς σε μια εποχή δημοκρατικών ελλειμμάτων όπου οι θεσμοί πλήττονται καθημερινά από την ασυδοσία των κομμάτων, τα οποία και καταχράζονται την έννοια της Δημοκρατίας», πρόσθεσε.
Ο κ. Μιχαηλίδης είπε ότι καμία πτυχή του κοινωνικού βίου δεν υπάρχει που να μην υπάρχει προηγουμένως κάποια κομματική παρέμβαση» και πρόσθεσε πως «η ασυδοσία της κομματοκρατίας εξέθρεψε τη διαφθορά και την διάλυση των θεσμών του κράτους».
Είπε ακόμη ότι «τα πολιτειακά αξιώματα θα πρέπει να είναι επάλξεις για προσφορά και όχι καρέκλες για βόλεμα με υψηλές απολαβές».
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Επιτροπής Πολιτικού Πολιτισμού του ΙΕΠ, «για να βγούμε από το τέλμα της Κρίσης των Θεσμών και των Αξιών θα πρέπει να γίνει ριζικός Πολιτικός Εκσυγχρονισμός, σε όλες τις δομές λειτουργίας του Κράτους και ιδίως στον χώρο της Παιδείας».
«Η Παιδεία δεν πρέπει να συγχέεται με την Εκπαίδευση που σήμερα είναι ωφελιμιστική και χρησιμεύει κυρίως στην απόκτηση επιστημονικής και τεχνικής γνώσης, την εξεύρεση εργασίας», πρόσθεσε.
Ο Αντιπρόεδρος του ΚΥΚΕΜ Ανδρέας Μορφίτης είπε ότι ο σεβασμός και η προάσπιση θεσμών και αξιών μεταξύ άλλων θεμελιώνει το κράτος δικαίου και μια ευνομούμενη πολιτεία, καλλιεργεί τον σεβασμό του πολίτη προς το κράτος και προάγει την αξιοκρατία, την επικράτηση των αρίστων και την αξιοποίηση όλων των υγιών δυνάμεων σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Αντίθετα, σύμφωνα με τον κ. Μορφίτη, η καταπάτηση θεσμών και αξιών παράγει την αποστασιοποίηση των πολιτών από τη δημόσια σφαίρα, προάγει την αναξιοκρατία, τη φαυλότητα, την αδικία, την αποστροφή και την απαισιοδοξία και διαιωνίζει τη σαθρότητα του δημόσιου βίου και την κατάρρευση των πολιτικών και κοινωνικών προτύπων πάνω στα οποία μπορεί να οικοδομηθεί μια ευημερούσα και ευνομούμενη πολιτεία με παρόν και μέλλον.