Στις 13 και 14 Ιουνίου, το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας φιλοξένησε συνέδριο με αφορμή τα 50 χρόνια από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Με τίτλο «50 Χρόνια Μετά το Πραξικόπημα και την Τουρκική Εισβολή – Μια ενδοελληνική αποτίμηση και η επόμενη μέρα», το συνέδριο συγκέντρωσε ακαδημαϊκούς, ερευνητές, και πολιτικούς αναλυτές από την Ελλάδα και την Κύπρο.
Το συνέδριο ολοκληρώθηκε το βράδυ της Παρασκευής με συζήτηση στρογγυλής τραπέζης, στην οποία συμμετείχαν οι Αννίτα Δημητρίου, Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων και Πρόεδρος του ΔΗΣΥ, Στέφανος Στεφάνου, Γενικός Γραμματέας ΑΚΕΛ και ο Διαπραγματευτής της ελληνοκυπριακής πλευράς, Μενέλαος Μενελάου.
Η Πρόεδρος της Βουλής ανέφερε ότι συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από την τουρκική εισβολή, και δήλωσε ότι τώρα βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο για την επίλυσή του κυπριακού προβλήματος, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη την προσπάθεια της Προσωπικής Απεσταλμένης του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ. Είπε ακόμη ότι οι προσπάθειες για εξεύρεση λύσης πρέπει να εντατικοποιηθούν, επισημαίνοντας την επιθυμία για άμεση επίλυση. Σύμφωνα με την Πρόεδρο της Βουλής, το υφιστάμενο στάτους κβο δεν είναι βιώσιμο ούτε για τους Ελληνοκύπριους ούτε για τους Τουρκοκύπριους.
Η κ. Δημητρίου εξέφρασε τις ανησυχίες της για το σημερινό αδιέξοδο και τις θέσεις της Τουρκίας, σημειώνοντας την ανάγκη να αναχαιτιστούν οι τουρκικές ενέργειες, δίνοντας ως παράδειγμα τις προσπάθειες στην περίκλειστη πόλη των Βαρωσίων και την πιθανή προσπάθεια προσάρτησης των κατεχομένων. Ανέφερε ότι οι τεκτονικές αλλαγές στη διεθνή σκηνή θα μπορούσαν να ανοίξουν νέους δρόμους για συνομιλίες, αν εκμεταλλευτούμε την τρέχουσα συγκυρία. Σημείωσε τη σημασία της συνειδητοποίησης ότι η ασφάλεια δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη και τόνισε τη συνέχιση της καταπάτησης των διεθνών αρχών στην Κύπρο, καθώς και τις νέες ενεργειακές προκλήσεις της Ευρώπης, που μπορούν να αποτελέσουν βάση για νέα προσπάθεια.
«Αντί να επισημαίνουμε συνεχώς τι δεν θέλουμε», η κ. Δημητρίου πρότεινε να δηλώσουμε συνειδητά τι επιδιώκουμε. Εξήγησε το όραμα του κόμματός της (ΔΗΣΥ) για μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδιακή λύση, με έμφαση στη λειτουργικότητα του μοντέλου λύσης μέσω της ισορροπίας μεταξύ κεντρικού κράτους και ομόσπονδων κρατιδίων. Η λύση πρέπει να είναι χωρίς νικητές και ηττημένους, και να περιλαμβάνει την επιστροφή της Μόρφου και των Βαρωσίων, δίκαιη διευθέτηση του περιουσιακού και ελευθερία κινήσεων, εργασίας και διαμονής σε όλη την Κύπρο, υπέδειξε.
Κατέληξε χαιρετίζοντας το διεθνές ενδιαφέρον για το Κυπριακό και τόνισε την ανάγκη αξιοποίησης του ενεργειακού πλαισίου, υπογραμμίζοντας τη δημιουργία του κατάλληλου εδάφους για τον νέο κύκλο συνομιλιών.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ, εξέφρασε την ικανοποίησή του για τον τίτλο του συνεδρίου ο οποίος κάνει λόγο για μια ενδοελληνική προσέγγιση, τονίζοντας ότι και η ελληνοκυπριακή πλευρά φέρει ευθύνες, χωρίς όμως να αποσιωπώνται οι ευθύνες της Τουρκίας. Ανέφερε ότι το 1960 οι δύο κοινότητες συμφώνησαν σε ένα δικοινοτικό κράτος, που υπονοούσε συνδιαχείριση. Παρ’ όλα αυτά καμία από τις δύο πλευρές δεν πίστεψαν σε αυτό. Στην ομιλία του, ο κ. Στεφάνου έκανε αυτοκριτική για τα λάθη της ελληνοκυπριακής πλευράς κατά την περίοδο 1963-1974, αναφερόμενος επίσης στις παρασκηνιακές συνεννοήσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Ειδικά για το πραξικόπημα του 1974 και την τουρκική εισβολή, ανέφερε ότι το πραξικόπημα διευκόλυνε την Τουρκία και πρόσθεσε ότι κατά την εισβολή οι Τούρκοι αναπτύχθηκαν ανενόχλητοι, επικαλούμενος τα όσα έγραψε σε βιβλίο της η ανταποκρίτρια του ΚΥΠΕ στην Κωνσταντινούπολη, Άννα Ανδρέου.
Ο κ. Στεφάνου προειδοποίησε ότι ο χρόνος δεν είναι υπέρ μας και ότι όσο περνάει ο καιρός, δημιουργούνται νέα δεδομένα. Δήλωσε ότι βρισκόμαστε σε επτά χρόνια στασιμότητας και ότι ο διεθνής παράγοντας έχει κουραστεί. Σημείωσε επίσης ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν εμπνέει αξιοπιστία, καθώς της αποδίδεται η αποτυχία των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά. Πρότεινε τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων από το σημείο όπου διακόπηκαν στο Κραν Μοντανά, τονίζοντας τη σημασία της διατήρησης των συγκλίσεων και κάνοντας ειδική αναφορά στο πλαίσιο Γκουτέρες. Ο κ. Στεφάνου υποστήριξε ότι πρέπει να ληφθούν πρωτοβουλίες για να ξεπεραστεί η κατάσταση απογοήτευσης και ανέφερε ότι το ΑΚΕΛ έχει καταθέσει πρόταση.
Τέλος, προειδοποίησε ότι αν δεν υπάρξει κινητοποίηση, θα συνεχιστεί το αδιέξοδο και ότι ο διεθνής παράγοντας μπορεί να αναζητήσει άλλες λύσεις ή τρίτοι θα προτείνουν ιδέες, όπως οι βρετανικές προτάσεις που εισήχθησαν στο παρελθόν.
Ο Ελληνοκύπριος διαπραγματευτής στην παρέμβασή του τόνισε ότι η διαδικασία στο Κραν Μοντάνα ήταν μια ανολοκλήρωτη προσπάθεια, αν και εξασφαλίστηκαν σημαντικά κεκτημένα και συγκλίσεις που κατοχύρωναν ουσιώδεις πτυχές του Κυπριακού. Αυτές οι συγκλίσεις δημιουργούσαν προϋποθέσεις για μια διακυβέρνηση βασισμένη σε πολιτικά και όχι σε εθνικά διαχωριστικά κριτήρια. Ο κ. Μενελάου υπογράμμισε ότι η ομοσπονδία δεν είναι διαχωριστική από μόνη της, αντιθέτως, διαχωριστικά στοιχεία υπήρχαν και στο ενιαίο κράτος της Κύπρου. Ακολούθως, ο κ. Μενελάου έκανε μια αναδρομή στις εξελίξεις στο κυπριακό ζήτημα, καθώς και στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και την Τουρκία κατά την περίοδο 2019-2024. Επιπλέον, αναφέρθηκε στο πακέτο μέτρων της κυπριακής κυβέρνησης για τους Τουρκοκύπριους και περιέγραψε τις ενέργειες της ελληνοκυπριακής πλευράς στο διπλωματικό πεδίο για το Κυπριακό.
Ο κ. Μενελάου σημείωσε ότι οι θετικές εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επηρεάζουν άμεσα το Κυπριακό και το αντίστροφο. Εξέφρασε τον προβληματισμό του για τη στάση της Τουρκίας, την οποία κατηγόρησε για την προσπάθεια επιβολής δικών της θέσεων στο ζήτημα. Τόνισε ότι τα άλυτα διεθνή προβλήματα, όπως το Κυπριακό, αποτελούν απειλή για την ειρήνη και ότι η συνεχιζόμενη εκκρεμότητα δημιουργεί μια επίπλαστη εικόνα κανονικότητας.
Σύμφωνα με τον κ. Μενελάου, η λύση στο Κυπριακό αποτελεί μονόδρομο και πρέπει να βασιστεί στα ψηφίσματα του ΟΗΕ και στους ήδη επιτευχθέντες όρους και συγκλίσεις. Ολοκλήρωσε την παρέμβασή του επισημαίνοντας την ανάγκη για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με στόχο μια βιώσιμη και δίκαιη λύση.