Την ύπαρξη σημαντικών ανισορροπιών στα προτεινόμενα νομοθετικά έγγραφα, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για το νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, διαπιστώνουν οι Υπουργοί Εσωτερικών και Μετανάστευσης της Κύπρου, της Ιταλίας, της Μάλτας, της Ισπανίας και της Ελλάδας, στην κοινή τους δήλωση, μετά την ολοκλήρωση της Υπουργικής Διάσκεψης της ομάδας Med-5, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα.
«Έξι μήνες μετά την επίσημη έναρξη της διαπραγμάτευσης για το νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο και σε συνέχεια μιας σειράς κοινών εγγράφων θέσεων των χωρών μας, οι κύριες ανησυχίες μας παραμένουν. Συνεχίζουμε να διαπιστώνουμε σημαντικές ανισορροπίες στα προτεινόμενα νομοθετικά κείμενα τα οποία απέχουν κατά πολύ από τα να διέπονται από την “αρχή της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής βαρών”, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 80 της Σύμβασης Λειτουργίας της Ε.Ε», αναφέρουν οι Υπουργοί, στη δήλωσή τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, διατυπώνουν εκ νέου την έκκλησή τους «υπέρ μιας αναγκαίας πραγματικής ισορροπίας μεταξύ αλληλεγγύης και ευθύνης, καθώς στην παρούσα μορφή του το Σύμφωνο δεν παρέχει επαρκείς διαβεβαιώσεις στα κράτη μέλη της πρώτης γραμμής».
Χαιρετίζοντας τη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς και της προηγούμενης και τρέχουσας Προεδρίας της Γερμανίας και της Πορτογαλίας, να συνεργαστούν εποικοδομητικά με όλα τα κράτη μέλη επιδιώκοντας την εξεύρεση δίκαιων και βιώσιμων λύσεων, οι Υπουργοί Εσωτερικών και Μετανάστευσης διατυπώνουν μια σειρά θέσεων σε αυτή την κατεύθυνση.
Πρώτον, εμμένουν στην «αύξηση της συνεργασίας με τις χώρες καταγωγής και διέλευσης» ως αναγκαία προϋπόθεση για να αποτραπούν οι πρωτογενείς και δευτερογενείς μετακινήσεις, η λαθραία διακίνηση μεταναστών, η εμπορία ανθρώπων, η απώλεια ανθρώπινων ζωών, καθώς και για να προωθηθούν αποτελεσματικά επιστροφές. «Πρέπει να στηρίξουμε τις τρίτες χώρες που βρίσκονται στα εξωτερικά μας σύνορα στον τομέα της ανάπτυξης ικανοτήτων στη διαχείριση της μετανάστευσης, την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και του λαθρεμπορίου (σύμφωνα με την υπουργική διάσκεψη ΕΕ-Αφρικής 2020 για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης, την οποία φιλοξένησε η Ιταλία), τον έλεγχο των συνόρων και το άσυλο», σημειώνεται στην κοινή δήλωση.
Παράλληλα, οι Υπουργοί χαιρετίζουν «την πρωτοβουλία της Πορτογαλικής Προεδρίας για εντατικοποίηση του έργου μας με τα κράτη της Βόρειας Αφρικής και την πρωτοβουλία Team Europe που ξεκίνησε η Ισπανία μαζί με την Επιτροπή για τις χώρες της Ατλαντικής οδού». «Πρέπει επίσης να δώσουμε προτεραιότητα στη συνεργασία μας με τις χώρες του Δρόμου του Μεταξιού και την περιοχή του Σαχέλ. Επιπλέον, θα πρέπει να επιδιώξουμε την καθιέρωση στενότερου διαλόγου με τις γειτονικές χώρες κατά μήκος της διαδρομής της Ανατολικής Μεσογείου και των Δυτικών Βαλκανίων, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι η κοινή δήλωση ΕΕ-Τουρκίας του 2016 εφαρμόζεται πλήρως και με συνέπεια στο σύνολό της τόσο από την ΕΕ όσο και από την Τουρκία, προς όλα τα κράτη μέλη αδιακρίτως υπό σαφείς όρους και μηχανισμό παρακολούθησης», συμπληρώνουν.
Ταυτόχρονα, υπογραμμίζουν την ανάγκη της προσήλωσης «στον αποφασιστικό και αποτελεσματικό έλεγχο των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, με την υποστήριξη του FRONTEX όταν χρειάζεται. Θα πρέπει να δοθεί έμφαση, αντί των προτεινόμενων συνοριακών διαδικασιών, στη διαχείριση των συνόρων, μέσω της ενισχυμένης επιτήρησης και πρόληψης των παράνομων διελεύσεων».
Στην κοινή τους δήλωση, οι Υπουργοί επισημαίνουν ότι το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο «επικεντρώνεται κυρίως στην ευθύνη των κρατών μελών της πρώτης γραμμής που είναι ήδη εκτεθειμένα σε δυσανάλογες πιέσεις, ενώ ο μηχανισμός αλληλεγγύης παραμένει αβέβαιος όσον αφορά την υιοθέτηση των εκτελεστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εθελοντικός όσον αφορά τις μετεγκαταστάσεις».
«Αν και χαιρετίζουμε την αναγνώριση της ιδιαιτερότητας των αποβιβάσεων μετά από επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, πρέπει να εγγυηθούμε ότι θα υπάρξει αποτελεσματική ευρωπαϊκή αλληλεγγύη έναντι όλων των μεταναστών και αιτούντων άσυλο, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο έφθασαν στο έδαφος της ΕΕ, έχοντας κατά νου την ανάγκη θέσπισης ενός αυτόματου και υποχρεωτικού μηχανισμού μετεγκατάστασης», επισημαίνεται.
Επιπλέον, η κοινή δήλωση υπογραμμίζει ότι «η ήδη δυσμενής κατάσταση των κρατών μελών της πρώτης γραμμής θα επιδεινωθεί περαιτέρω λόγω του προτεινόμενου κανονισμού διαλογής και του υποχρεωτικού χαρακτήρα των προβλεπόμενων συνοριακών διαδικασιών ασύλου και επιστροφής». «Πιστεύουμε ότι οι λύσεις που βασίζονται στο πλάσμα δικαίου ότι οι αιτούντες άσυλο δεν έχουν εισέλθει στην ΕΕ πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας, αγνοούν την πραγματικότητα επί του εδάφους όσον αφορά τις διαδικασίες και τις προθεσμίες που προτείνονται και επιβαρύνουν δυσανάλογα τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, τα οποία δεν μπορούν να μετατραπούν σε κλειστές ζώνες διέλευσης», αναφέρουν οι Υπουργοί.
«Είναι σημαντικό για όλα τα κράτη μέλη, αλλά ιδίως για τα κράτη μέλη πρώτης γραμμής, να θεσπίσουν έναν κεντρικό ευρωπαϊκό μηχανισμό επιστροφών, ο οποίος θα συντονίζεται από την Επιτροπή και θα υποστηρίζεται από σχετικούς οργανισμούς της ΕΕ, όπως ο FRONTEX, με στόχο τη διευκόλυνση των επιστροφών κατόπιν αιτήματος των ενδιαφερόμενων κρατών μελών», συμπληρώνουν.
Ακόμα, εκτιμούν ότι «η πρόταση αναδοχής επιστροφών είναι καινοτόμος και μπορεί να είναι χρήσιμη στο ευρύτερο πλαίσιο μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής επιστροφών». Υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι «ο μηχανισμός της αναδοχής επιστροφών είναι από μόνος του ανεπαρκής για την επίτευξη γρήγορων και αποτελεσματικών επιστροφών, τόσο λόγω της διαδικαστικής πολυπλοκότητάς του όσο και επειδή το σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη θεσμοθέτηση μιας ισχυρής κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής επιστροφών».
«Επιπλέον, τα κράτη μέλη πρώτης γραμμής θα επιβαρυνθούν με τη σώρευση μεγάλου αριθμού επαναπατριζόμενων μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός της προτεινόμενης οκτάμηνης περιόδου. Ως εκ τούτου, πιστεύουμε ότι μια συνολική απλοποιημένη διαδικασία θα βελτίωνε την αποτελεσματικότητά της αναδοχής ως υποστηρικτικό εργαλείο», αναφέρουν οι Υπουργοί.
Τέλος, οι Υπουργοί τονίζουν ότι «δεδομένου ότι οι προτάσεις της Επιτροπής είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους από νομική, πρακτική και κυρίως πολιτική άποψη, κάθε μία από αυτές θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μαζί με τις άλλες, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ τους, στο πνεύμα ότι “δεν συμφωνείται τίποτα μέχρι να συμφωνηθούν όλα”».
«Παραμένουμε προσηλωμένοι στην προσπάθεια εξεύρεσης βιώσιμων και συντονισμένων λύσεων στις κοινές μας προκλήσεις, με βάση τα θετικά στοιχεία του προτεινόμενου Συμφώνου. Δεν μπορεί να αναμένεται από τα κράτη μέλη της πρώτης γραμμής να σηκώσουν μόνα τους το βάρος της μεταναστευτικής πίεσης που αφορά και να επηρεάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της», καταλήγει η κοινή δήλωση της Υπουργικής Διάσκεψης Med-5.