Η όποιας μορφής υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά πρέπει να εκλαμβάνεται και να αναγνωρίζεται ως τιμή για τα μέλη της και τις οικογένειές τους, αφού χάρη στον δικό τους ηρωισμό και στη δική τους συνεισφορά η Κύπρος κρατήθηκε σε κρίσιμες και δύσκολες περιόδους όρθια και ζωντανή, δήλωσε το Σάββατο η Υπουργός Παιδείας, Νεολαίας και Αθλητισμού Αθηνά Μιχαηλίδου.
Η κ. Μιχαηλίδου μιλούσε στο μνημόσυνο πεσόντων και θανόντων μελών του Κυπριακού Στρατού και στη δέηση για ανεύρεση του αγνοούμενου Αντιστράτηγου Τάσου Μάρκου.
«Σήμερα, εξήντα χρόνια μετά την ίδρυσή της, η Εθνική Φρουρά της ευρωπαϊκής πια Κύπρου συνεχίζει να εξελίσσεται και να εκσυγχρονίζεται. Συνεχίζει, σε μια περιοχή ιδιαίτερης γεωστρατηγικής σημασίας, να αποτελεί ισχυρό πυλώνα της αποτρεπτικής ισχύος και του καθοριστικού ρόλου που καλείται να διαδραματίσει η Κυπριακή Δημοκρατία ως σημαντικός παράγοντας ειρήνης, ασφάλειας και σταθερότητας», ανέφερε.
«Αισθανόμαστε περήφανοι για την ηγεσία, τα στελέχη, τους εθνοφρουρούς και το προσωπικό της Εθνικής Φρουράς, καθώς και για τα μέλη της εφεδρείας, της εθνοφυλακής και τους εν αποστρατεία αξιωματικούς και υπαξιωματικούς», είπε.
Στο σύνολό τους, πρόσθεσε, «μέσα από την υψηλή επιχειρησιακή ετοιμότητα και τη μαχητικότητά τους, την αμέριστη συνδρομή τους στην αντιμετώπιση κρίσεων και έκτακτων καταστάσεων και τη στήριξη του κρατικού μηχανισμού, διασφαλίζουν την ασφάλεια της χώρας μας, στηρίζουν την ειρηνική προσπάθεια για απελευθέρωση και επανένωση της και μας προκαλούν αισθήματα εκτίμησης, σεβασμού και εμπιστοσύνης».
Είναι για τον λόγο αυτό, σημείωσε, «που η Κυβέρνηση θέτει ως προτεραιότητα την περαιτέρω αναβάθμιση της Εθνικής Φρουράς, καθώς και την απρόσκοπτη και, κυρίως, υπό συνθήκες ασφάλειας επιτέλεση της αποστολής των μελών της».
«Όπως καταδεικνύει η ταραχώδης ιστορική πορεία της πατρίδας μας, η ένταξη των νέων μας στην Εθνική Φρουρά, είτε ως επαγγελματική επιλογή είτε ως εκπλήρωση της υποχρεωτικής τους θητείας, αναδεικνύεται διαχρονικά σε λειτούργημα», ανέφερε η Υπουργός Παιδείας.
Σύμφωνα με την ίδια, «η υπηρεσία στις τάξεις της, όπως διαπιστώνεται από την προσωπική διαδρομή των ανθρώπων που τιμούμε σήμερα, απαιτεί πατριωτισμό, πίστη και σεβασμό στα εθνικά ιδανικά, ήθος, αποφασιστικότητα, αυταπάρνηση και αλτρουισμό. Απαιτεί προσωπικές και συλλογικές θυσίες».
«Είναι στο πλαίσιο αυτό, που η όποιας μορφής υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά πρέπει να εκλαμβάνεται και να αναγνωρίζεται ως τιμή για τα μέλη της και τις οικογένειές τους, αφού χάρη στον δικό τους ηρωισμό και στη δική τους συνεισφορά η Κύπρος κρατήθηκε σε κρίσιμες και δύσκολες περιόδους όρθια και ζωντανή», πρόσθεσε.
Σήμερα, σημείωσε, «πενήντα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή της πατρίδας μας, οφείλουμε να επιτελέσουμε το δικό μας χρέος προς αυτήν, ακολουθώντας το παράδειγμα των αγωνιστών και των ηρώων μας. Ακολουθώντας το παράδειγμα όσων συμμετείχαν στον Αγώνα της ΕΟΚΑ, που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ελευθερία, την αυτοδιάθεση και τη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας».
«Έχοντας ως μέτρο το σθένος εκείνων που υπερασπίστηκαν στη συνέχεια την ανεξαρτησία και την εδαφική της ακεραιότητα. Ακολουθώντας τον δρόμο που χάραξαν αγωνιστές με αλύγιστη ψυχή όπως οι Αντιστράτηγοι του Κυπριακού Στρατού Ανδρέας Αρέστη, Χρίστος Φώτη και Τάσος Μάρκου, οι ηρωικές μορφές των οποίων παραμένουν άφθαρτες στο πέρασμα του χρόνου», είπε.
Άφθαρτες, σημείωσε, «παραμένουν οι μορφές όλων των ηρώων μας. Άφθαρτες παραμένουν και οι μορφές όλων των αγνοουμένων μας, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη της επίλυσης του ανθρωπιστικού αυτού προβλήματος. Αναπέμποντας σήμερα δέηση για ανεύρεση του Αντιστράτηγου Τάσου Μάρκου, προσβλέπουμε στη διακρίβωση της τύχης όλων των αγνοουμένων μας».
Προσβλέπουμε, ανέφερε η κ. Μιχαηλίδου, «στη λύση ενός προβλήματος που αποτελεί πρόκληση απέναντι σε ολόκληρη την πολιτισμένη ανθρωπότητα. Συναισθανόμενοι πλήρως το δράμα που βιώνουν καθημερινά για πενήντα ολόκληρα χρόνια οι συγγενείς, αντιλαμβανόμενοι την αγωνία και τον πόνο τους, η διακρίβωση της τύχης του συνόλου των αγνοουμένων μας τίθεται ως προτεραιότητα για την Κυβέρνηση».
Ήδη, πρόσθεσε η Υπουργός Παιδείας, «η έντονη δραστηριοποίηση σε νομικό και διπλωματικό επίπεδο, σε συνδυασμό με την αγωνιστικότητα και την επιμονή των συγγενών των αγνοουμένων, έχει ως αποτέλεσμα την εκταφή και τη διακρίβωση της τύχης αρκετών περιπτώσεων».
«Παρά τις ιδιαίτερες δυσκολίες και τα προβλήματα που προκύπτουν λόγω της άρνησης της τουρκικής πλευράς να συνεργαστεί και της παρόδου του χρόνου, οι προσπάθειες της πλευράς μας θα συνεχιστούν προκειμένου οι συγγενείς να πληροφορηθούν με αποδεικτικά στοιχεία για την τύχη της κάθε περίπτωσης ξεχωριστά», διαβεβαίωσε.
Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο, είπε, «θα συνεχίσουμε μέσω της διπλωματικής οδού και του ειρηνικού διαλόγου τις προσπάθειες για τη συνολική επίλυση του κυπριακού προβλήματος στη βάση μιας δίκαιης και βιώσιμης διευθέτησης. Επιδιώκουμε λύση εντός του συμφωνημένου, υπό τον ΟΗΕ, πλαισίου και με βάση τις αρχές της διεθνούς νομιμότητας και του ευρωπαϊκού κεκτημένου».
Λύση, πρόσθεσε, «που θα αποκαθιστά τα ανθρώπινα δικαιώματα στον τόπο μας και θα δημιουργεί ένα πραγματικά ανεξάρτητο κράτος, απαλλαγμένο από στρατούς κατοχής, αναχρονιστικά συστήματα εγγυήσεων και ξένες επεμβάσεις, ένα κράτος που θα επιτρέπει στους νόμιμους πολίτες του να συμβιώσουν, να συνδημιουργήσουν και να ευημερήσουν».
Δεδομένης της νέας προσπάθειας που είναι σε εξέλιξη, αλλά και της βούλησης του Προέδρου της Δημοκρατίας να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ανέφερε η κ. Μιχαηλίδου, «ευελπιστούμε ότι η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή πλευρά θα επιδείξουν την ίδια με τη δική μας αποφασιστικότητα και εποικοδομητική στάση, ούτως ώστε σύντομα να οδηγηθούμε σε ουσιαστική πρόοδο».
«Σε κάθε περίπτωση, από τη δική μας πλευρά θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε προκειμένου να επιτύχουμε ένα σχέδιο λύσης, το οποίο πρώτα και πάνω από όλα θα αποκαθιστά τα δικαιώματα και θα ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του κυπριακού λαού», είπε.