Δεκαεννέα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα, χωρίς τον Γιάννη Κυράστα. Ηταν απόγευμα της 1η Απριλίου 2004, όταν σαν Πρωταπριλιάτικο ψέμα, η είδηση του θανάτου του, προκάλεσε σοκ και θλίψη στον κόσμο του αθλητισμού και όχι μόνο.
Στις 5 Μαρτίου του 2004 και μετά από έντονη δυσφορία, ο Κυράστας διεκομίσθη στο νοσοκομείο, έχοντας προσβληθεί, όπως αποδείχθηκε, από μια βαριά μορφή γάγγραινας με υψηλή θνητότητα.
«Οξεία μικροβιακή επιδιδυμίτιδα, η οποία είχε εξελιχθεί σε νεκρωτική γάγγραινα της περιοχής, για την οποία χρειάσθηκε να χειρουργηθεί επειγόντως», ήταν το πρώτο ιατρικό ανακοινωθέν.
Στις 22 Μαρτίου έγινε λόγος για βελτίωση της υγείας του («οι δείκτες της λοιμώξεως υποχωρούν»), όμως την Δευτέρα 29 Μαρτίου, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε ξαφνικά και υποβλήθηκε σε αφαίρεση χολής. Η κατάστασή του πλέον χειροτέρευε και τελικά το απόγευμα της 1ης Απριλίου «έφυγε» από την ζωή.
Ο Γιάννης Κυράστας γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1952. Αρχισε το ποδόσφαιρο στις ακαδημίες του Ολυμπιακού. Στις 10 Δεκεμβρίου του 1972 απέναντι στην Καβάλα έκανε και το ντεμπούτο του. Με την ομάδα του Πειραιά αγωνίστηκε συνολικά σε 223 αγώνες εκ των οποίων οι 16 ήταν ευρωπαϊκοί και κατέκτησε 5 πρωταθλήματα και 3 κύπελλα.
Το 1981 ο Γιάννης Κυράστας μαζί με τον Μάικ Γαλάκο αποκτήθηκαν από τον Παναθηναϊκό. Αγωνίστηκε συνολικά σε 145 αγώνες. Οι 14 από αυτούς ήταν ευρωπαϊκοί και ανάμεσα τους ήταν και η μεγάλη πορεία του Παναθηναϊκού στις τέσσερις καλύτερες ομάδες του κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1985. Κατέκτησε ακόμα δύο πρωταθλήματα και τρία κύπελλα. Τον Νοέμβριο του 1986 έπαιξε για τελευταία φορά ενάντια στον Άρη και κατόπιν αποχώρησε από την ενεργό δράση.
Αγωνίστηκε στην εθνική Ελλάδας από τις 15 Νοεμβρίου 1974 έως τις 19 Μαΐου 1985 σε 46 συνολικά αγώνες. Κορυφαία του στιγμή η συμμετοχή του στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1980, παίζοντας σε δύο αγώνες.
Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, ακολούθησε καριέρα προπονητή. Από το 1987 έως το 2001 εργάστηκε σε, Α.Ε. Μεσολογγίου, Εθνικό, Πανηλειακό, Προοδευτική, Πανιώνιο, Ηρακλή και Παναθηναϊκό, όπου είχε δύο θητείες.
Βραβεύτηκε ως «Καλύτερος Προπονητής 1999-2000» στα ποδοσφαιρικά βραβεία του Πανελληνίου Συλλόγου ποδοσφαιριστών (ΠΣΑΠ).