Για τον λόγο που επέλεξε να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο, για τον τετράμηνο αποκλεισμό από τα γήπεδα, για την σπουδαιότερη στιγμή στην καριέρα του ως παίκτης, για το ποιος προπονητής αποτέλεσε «κλειδί» στην πορεία του, για τα στοιχεία ποδοσφαιριστών που αντιπαθεί, για το ποια ελληνική ομάδα είναι πιο δύσκολη να αντιμετωπίσεις, για το αν ισχύει ότι είχε δεχθεί πρόταση από τον Παναθηναϊκό, αλλά και για το μέλλον του, μίλησε μεταξύ άλλων, ο τεχνικός του ΑΠΟΕΛ, Ρικάρντο Σα Πίντο, σε μεγάλη συνέντευξη που παραχώρησε στο Gazzeta.gr.
Αναλυτικά όσα είπε:
Γιατί επέλεξε να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο: «Γιατί ήταν το μεγάλο μου πάθος. Ήμουν αθλητής, έτρεχα, έκανα τα πάντα, αλλά το ποδόσφαιρο ήταν το μεγάλο μου πάθος και εν τέλει ακολούθησα αυτό. Ο πατέρας μου ήταν σπουδαίος τερματοφύλακας. Εγώ, όμως, ήμουν καλός με τα πόδια. Στα 17 μου είχα την ευκαιρία να γίνω επαγγελματίας και η μητέρα μου μού είπε: “Πήγαινε να σπουδάσεις επειδή με το ποδόσφαιρο ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί”.
Της απάντησα: “Είμαι ένα παιδί που έχει την ευκαιρία να γίνει επαγγελματίας. Δεν θέλω να χάσω αυτήν την ευκαιρία, άσε με να δοκιμάσω. Ασε να δούμε τι θα γίνει και αν δεν τα καταφέρω, είμαι 17-18 ετών και θα έχω το χρόνο να επιστρέψω στις σπουδές μου”. Ο πατέρας μου ως άνθρωπος που αθλητισμού με καταλάβαινε περισσότερο και με έσπρωξε ώστε να δει τι καριέρα μπορώ να έχω. Και εγώ υποσχέθηκα στη μητέρα μου πως ακόμα και επαγγελματίας να γίνω, θα τελειώσω τις σπουδές μου».
Για την τιμωρία του από την ΚΟΠ: «Είναι απίστευτο αυτό που συνέβη, δεν το έχω ξαναδεί στη ζωή μου. Κι ο άλλος μού προπονητής απολογήθηκε στο ημίχρονο, γιατί προκάλεσε λεκτικά κι ο βοηθός προπονητή της άλλης ομάδας με έσπρωξε. Γι’ αυτό κι εγώ αντέδρασα. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί με τιμώρησαν τόσο αυστηρά. Κανείς δεν τραυματίστηκε, συνέβη κάτι για λίγα δευτερόλεπτα και τελείωσε. Ευτυχώς είχα την υποστήριξη των παικτών μου και του επιτελείου μου. Κάναμε και κάνουμε μια πολύ καλή δουλειά, συνεχίσαμε με νίκες στο διάστημα που ήμουν τιμωρημένος. Κάναμε και έφεση στην ΚΟΠ (Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου) και η ομάδα συνέχισε να παίρνει νίκες. Ξέραμε ότι κάναμε καλή δουλειά, αλλά δεν ήταν εύκολο για εμένα να ζω με μια τέτοια αδικία. Είμαι ένας προπονητής με πλούσιο βιογραφικό, έχω κερδίσει τίτλους στην καριέρα μου… Εντάξει, πέρασε αυτό, συνεχίσαμε να προσπαθούμε και καταλήξαμε να είμαστε εκεί που αξίζουμε: Στην κορυφή».
Για την σπουδαιότερη στιγμή στην καριέρα του ως ποδοσφαιριστής: «Είχα πολλές καλές στιγμές στο ποδόσφαιρο και πάντα τα μεγάλα ματς ήταν η ζωή μου. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον τελικό του UEFA το 2005 με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Επρεπε να νικάμε 3 ή 4-0 στο ημίχρονο, αλλά στο τέλος χάσαμε αυτόν τον τελικό. Είναι κάτι που πας σπίτι και αισθάνεσαι ότι έχεις χάσει κάτι πολύ σημαντικό στη ζωή σου. Το να χάνεις ένα ματς είναι πάντα δύσκολο, αλλά όταν χάνεις τον τελικό του Europa League είναι κάτι που σε σημαδεύει στην καριέρα σου. Είναι κάτι που με σκότωσε, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ήταν λες και πέθανε κάποιο μέλος της οικογένειάς μου και με επηρέασε πάρα πολύ.
Αλλη μια κατάσταση που με σημάδεψε, αλλά θετικά, ήταν με την εθνική Πορτογαλίας, όπου πήραμε την τρίτη θέση στο Euro του Βελγίου το 2000 όπου και πήραμε την τρίτη θέση. Επίσης με την Σπόρτινγκ Λισαβόνας. Όταν νίκησα τη Σίτι και φτάσαμε ως τα ημιτελικά του Europa League το κατάφερα αυτό ως παίκτης και προπονητής. Είχα μια ομάδα με 30.000.000 ευρώ μπάτζετ και έπαιξα κόντρα σε ομάδα που είχε 500.000.000 ευρώ μπάτζετ. Η Μάντσεστερ Σίτι είχε παίκτες όπως οι Μπαλοτέλι, Αγουέρο και Τζέκο.
Ήταν μια απίστευτη ομάδα και έχουν μέχρι σήμερα μια φανταστική ομάδα. Αγαπώ να κερδίζω. Όταν κερδίζεις μια τέτοια ομάδα ως προπονητής και προκρίνεσαι στην έδρα τους, που είχαν μια τρομερή ατμόσφαιρα, συνειδητοποιείς ότι ανεβαίνει το status σου ως προπονητής. “Σκότωσα” έναν “δεινόσαυρο” του ποδοσφαίρου – κάτι που μπορεί να γίνει σε ένα ματς, αλλά σε δύο αγώνες; Αυτό σημαίνει ότι έχεις στρατηγική για να το πετύχεις, είναι κάτι ξεχωριστό. Εχω κερδίσει αρκετούς τίτλους ως προπονητής και γι’ αυτό ήρθα στον ΑΠΟΕΛ, για να πάρω ακόμα έναν.
Μου αρέσει να είμαι σε ομάδες όπως ο Ατρόμητος κι ο ΟΦΗ, έκανα σπουδαία δουλειά εκεί. Με τον ΟΦΗ πήγαμε ως τα ημιτελικά του Κυπέλλου και ήμασταν κοντά στο να πάμε στον τελικό και στα προημιτελικά κοντράραμε τον Ολυμπιακό, αποκλειστήκαμε για ένα γκολ, αλλά κάναμε μια πολύ καλή δουλειά. Παλέψαμε απέναντι σε έναν μεγάλο αντίπαλο. Παλέψαμε για τις πρώτες θέσεις του πρωταθλήματος ώστε να πάρουμε το εισιτήριο για το Europa League και μετά να πάμε στους ομίλους.
Τώρα θέλω να είμαι σε ομάδες που θα μου δίνουν τη δυνατότητα να κερδίζω τίτλους. Δεν είναι κάτι εύκολο, υπάρχει πίεση. Τώρα είμαι στον ΑΠΟΕΛ, όπου μπορεί να μην είναι στη χρυσή περίοδό της οικονομικά αλλά παραμένει ο ΑΠΟΕΛ. Είμαστε ανταγωνιστικοί, έχουμε σπουδαίους οπαδούς, καλές συνθήκες προπόνησης και παλεύουμε για τον τίτλο. Ξεχνάμε τα όποια προβλήματα μπορεί να υπάρχουν, κάνουμε τη δουλειά μας και είμαστε αφοσιωμένοι για να αποδίδουμε αυτό που πολύ σκληρά κάνουμε στις προπονήσεις. Είμαστε πρώτοι αυτή τη στιγμή. Είμαι πολύ χαρούμενος με τη δουλειά μου και πιστεύω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Είμαστε στο σωστό δρόμο, πρέπει να μείνουμε συγκεντρωμένοι τακτικά και τεχνικά και να σεβόμαστε τον κάθε αντίπαλο και να παραμείνουμε αφοσιωμένοι στο στόχο της κατάκτησης του τίτλου».
Για το ποιος προπονητής αποτέλεσε «κλειδί» στην καριέρα του: «Στην πρώτη ομάδα είχα τον Φιλίποβιτς και τον Μάριο Ρέις κι οι δύο με πίστεψαν και με έβαλαν να παίξω. Ο Φιλίποβιτς ήταν ο τεχνικός που άρχισε να με βάζει κι ο Ρέις που ήρθε στα μέσα της χρονιάς, ήταν ο προπονητής με τον οποίο έπαιζα περισσότερο και με σημάδεψε στην πρώτη μου επαγγελματική σεζόν».
Για το ποιοι παίκτες δεν του αρέσουν: «Δεν μου αρέσουν οι παίκτες που έρχονται στην προπόνηση και δεν τα δίνουν όλα, που δεν προπονούνται σκληρά. Είναι απαράδεκτο, είμαστε επαγγελματίες. Είτε παίζεις είτε δεν παίζεις, στην εποχή αυτή, πρέπει να είσαι επαγγελματίας, δεσμεύεσαι με το συμβόλαιό σου κι αυτοί είναι οι κανόνες. Είμαι ο πρώτος που απαιτώ αυτά από τον εαυτό μου. Πάω πρώτος στην προπόνηση, είμαι πάντα εκεί και δίνω το παράδειγμα σε όλους και προσπαθώ για το καλύτερο. Αυτά είναι μη διαπραγματεύσιμα».
Για το ποια είναι η πιο δύσκολη ελληνική ομάδα: «Είναι πάντα δύσκολο να παίζεις στην έδρα του Παναθηναϊκού. Όταν ήμουν στην Ελλάδα, η ΑΕΚ ήταν στις χαμηλότερες κατηγορίες και δεν έπαιξα στην έδρα της. Τώρα μπορώ να το πω. Ο Μελισσανίδης προσπάθησε να με πάρει δυο φορές, όταν ήταν στη Β’ Εθνική. Είχαμε κάνει ραντεβού μετά τον ΟΦΗ. Μια φορά στο γραφείο του και άλλη μια στο σκάφος του. Είναι φανταστικό. Ήθελα να πάω και μου έδινε εξαιρετικές προϋποθέσεις, αλλά το πρόβλημα ήταν πως έκανα κακή επιλογή. Νομίζω έπρεπε να πάω στην ΑΕΚ. Ήταν όπως η Γιουβέντους και η Σπόρτινγκ είχαν πάει στη δεύτερη κατηγορία. Ξέρεις πως θα επιστρέψουν αργά ή γρήγορα στην πρώτη κατηγορία επειδή είναι καλές ομάδες. Όμως εκείνη την περίοδο είχα κάνει μια καλή σεζόν στον ΟΦΗ και ήθελα να πάω σε μια ομάδα που αγωνιζόταν για τίτλους, είτε ήταν στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία ή σε άλλη χώρα. Η σεζόν τελείωσε Απρίλιο – Μάιο, είχα κάνει καλή δουλειά στον ΟΦΗ, πιο πριν ήμουν στη Σπόρτινγκ και περίμενα πως θα επέστρεφα σε αυτό το επίπεδο. Έπρεπε να πάω στην ΑΕΚ. Είναι μια κορυφαία ομάδα. Δεν ήξερα καλά την ομάδα, επειδή ήταν στη δεύτερη κατηγορία, όμως ήξερα πως θα ανέβουν και ότι είχαν καλούς παίκτες. Δεν ήξερα την πραγματικότητα στο κλαμπ. Τότε δεν είχαν ακόμα το νέο γήπεδο. Δεν είχα την ολοκληρωμένη εικόνα. Ίσως κάποιος έπρεπε να με συμβουλεύσει καλύτερα εκείνη τη στιγμή. Ο πρόεδρος μού είπε να παώ και θα μου έδινε τα πάντα και ήταν πολύ φιλικός. Δεν είναι εύκολο να πεις “όχι” στον Μελισσανίδη. Μετά ήταν να πάω μια – δυο φορές αλλά δεν ήθελε ο πρόεδρος, είπε ότι προτιμούσε άλλον προπονητή. Δεν του άρεσε η απόφαση μου. Έχω καλή σχέση μαζί του. Είναι κρίμα που δεν πήγα».
Για το αν ισχύει ότι είχε δεχθεί πρόταση από τον Παναθηναϊκό: «Σε μια άλλη περίσταση υπήρχε ενδιαφέρον από τον Παναθηναϊκό. Πριν τρία – τέσσερα χρόνια. Είχα μια συζήτηση με τον πρόεδρο του Παναθηναϊκού μέσω zoom, μου άρεσαν αυτά που άκουσα, συμφώνησα και πήγα να υπογράψω. Όταν έφτασα στα γραφεία με τον ατζέντη μου μού είπαν ότι συμφώνησαν με άλλον προπονητή».
Για το πως φαντάζεται το μέλλον του: «Αυτό που εύχομαι πάντα για την επόμενη χρονιά είναι: Ποτέ να μην είσαι χειρότερος από την προηγούμενη κι αν συμβεί αυτό, τότε είναι όλα καλά. Είναι φανταστικό, είναι θετικό. Είμαι και ‘γω από τη φύση μου θετικό άτομο, πιστεύω ότι πάντα μπορώ να βελτιώνομαι και να γίνομαι όλα και καλύτερος σ’ όλους τους τομείς, επειδή αυτή είναι η φιλοδοξία μου ως προπονητής και ως άνθρωπος. Όσο για το αν θα επέστρεφα στην Ελλάδα, το αίσθημά μου είναι αυτό που θα σας πω: “Θα επιστρέψω”».