Tο ημερολόγιο έγραφε 1 Ιουλίου 2004 και όλoς ο Ελληνισμός ζούσε και ανέπνεε για τον ημιτελικό του EURO της Πορτογαλίας. Όλη η Ελλάδα στο πόδι περιμένει με αγωνία την αναμέτρηση με την Τσεχία για τους «4» του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος, όπου η γαλανόλευκη ήταν έτοιμη να γράψει ιστορία. Το δέλεαρ της πρόκρισης στον τελικό ήταν τεράστιο, μυθικό, πέρα από κάθε προσδοκία και λογική.
Το βράδυ έφτασε και το παιχνίδι ξεκίνησε. Δύσκολα τα πράγματα στην αρχή, με την παρέα των Νέντβεντ, Πομπόρσκι και Κόλερ να χάνει τη μια ευκαιρία μετά την άλλη και τον Αντώνη Νικοπολίδη να είναι κέρβερος στο τέρμα, την ώρα που η άμυνά μας κρατούσε το μηδέν με νύχια και με δόντια.
Όσο κυλούσε ο αγώνας, η Εθνική Ελλάδος ισορροπούσε. Η κανονική διάρκεια τελείωσε χωρίς γκολ, με το παιχνίδι να οδηγείται στην ημίωρη παράταση. Πλέον, όλα ήταν ανοιχτά. Οι διεθνείς μας είχαν αυτοπεποίθηση και σε κάθε περίπτωση το άγχος είχε μεταφερθεί στους… απέναντι, οι οποίοι ήταν και το φαβορί. Κάπου εκεί στο 106′, στις καθυστερήσεις της πρώτης παράτασης, γράφτηκε ιστορία.
Ο Βασίλης Τσάρτας εκτέλεσε κόρνερ από τα δεξιά με το θεϊκό του αριστερό πόδι, ο Τραϊανός Δέλλας πετάχτηκε στο πρώτο δοκάρι κι έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα του Τσεχ. Στήλη άλατος οι Τσέχοι, πανζουρλισμός στη δική μας πλευρά. Η Ελλάδα προκρίθηκε στον τελικό για πρώτη φορά στην ιστορία της. Απίστευτο, μοναδικό, ελληνικό και… Ρεχαγκελικό.
Το παιχνίδι αυτό ήταν και το τελευταίο του «ασημένιου γκολ». Δηλαδή όποια ομάδα είχε υπέρ της το σκορ στην πρώτη παράταση, ήταν και η νικήτρια. Αυτή ευτύχησε να είναι η γαλανόλευκη, βγάζοντας και πάλι όλους τους Έλληνες στους δρόμους. Δεν υπήρχαν λόγια για να περιγράψουν τα συναισθήματα, αυτό που ζούσαμε ως χώρα.